H Μόλι Μπλουμ, μία 30χρονη τότε γυναίκα, συνελήφθη το 2013 από το FBI σε μία επιχείρηση-σκούπα, που επιχείρησε να αποδεκατίσει την οργάνωση υπόγειων παιχνιδιών πόκερ, τα οποία γιγαντιώθηκαν τόσο, ώστε έφτασαν να ενισχύσουν τη δύναμη και τη δράση της ρωσικής μαφίας στο απατηλό αμερικανικό όνειρο. Η Μόλι ήταν το κλειδί: εκείνη οργάνωνε τα εβδομαδιαία παιχνίδια, εκείνη έθετε τα αυστηρά όρια, εκείνη εξασφάλιζε την μπάνκα. Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Επιστρέφοντας πίσω στο χρόνο, όσο η ίδια αφηγείται την ιστορία της στον (μοναδικό) δικηγόρο που δέχεται να την υπερασπιστεί, τη συναντάμε σε χιονισμένες πλαγιές να προπονείται σκληρά από τον απαιτητικό πατέρα της που θέλει να κάνει την κόρη του Ολυμπιονίκη του σκι, μέχρι που ένα γύρισμα της τύχης οδηγεί στο μοιραίο ατύχημά της. Τη βλέπουμε σε home video γενεθλίων των 5 της χρόνων να ομολογεί ότι δεν έχει ήρωες, ούτε φίλους, κι ούτε εμπιστεύεται τους ανθρώπους. Και, φυσικά, την παρακολουθούμε επί μία δεκαετία να στήνει την επιχείρησή της: πώς τοποθετούσε τον εαυτό της στη διεκδίκηση ενός κομματιού από την πίτα του κέρδους, σ' έναν ανδρικό κόσμο. Πώς πόνταρε συνεχόμενα τα κότσια, την ευφυία, το ήθος και την αφέλειά της σαν μάρκα, πάνω στην τσόχα ενός μέχρι τότε ανδρικού παιχνιδιού. Οταν το FBI χτύπησε την πόρτα της, η Μόλι Μπλουμ τα έχασε όλα. Ή μήπως όχι;

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Ααρον Σόρκιν επιλέγει αυτή την ιστορία για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Πρώτον, γιατί ο οσκαρικός σεναριογράφος έχει μία μεγάλη προτίμηση στις αληθινές ιστορίες και στους σύγχρονους (αντι)ήρωες (από τον Μαρκ Ζούκεμπεργκ του «Social Network», μέχρι τον «Steve Jobs») και, δεύτερον, γιατί, αντίθετα με την δριμύτατη κριτική που δέχθηκε πριν ένα χρόνο περίπου για το focus των ιστοριών σε ανδρικά πρότυπα, ο ίδιος είναι ξεκάθαρα φεμινιστής. Αρκεί να (ξανα)δεί κάποιος το «West Wing» (όπου την παράσταση σε κάθε επεισόδιο κλέβει η υπεύθυνη γραφείου τύπου Σι Τζέι Κρεγκ της Αλισον Τζένι). Ή, αν δεν έχει χρόνο, να πατήσει το play στον ευχαριστήριο λόγο του όταν κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα για το «Social Network».

Τοποθετώντας την Τζέσικα Τσαστέιν στα ψηλά τακούνια, τα βαθιά ντεκολτέ και την αρχικά αδιάβλητη ακεραιότητα της ηρωίδας (η Μόλι Μπλουμ δεν έστηνε παιχνίδια, δεν χρηματιζόταν, δεν επέτρεπε ναρκωτικά ή παράνομα στοιχήματα στις σουίτες της, δεν εμπλεκόταν ποτέ προσωπικά με τους παίκτες), ο Σόρκιν ξέρει τι κάνει. Δεν επιλέγει απλώς μία από τις πιο ταλαντούχες και φιλόδοξες πρωταγωνίστριες για το ρόλο, αλλά και ένα κορίτσι που έχει πλασάρει τον εαυτό της εξ αρχής στο χολιγουντιανό παιχνίδι με παρόμοιους όρους με τη Μόλι: δεν έκρυψε τις καμπύλες της, αλλά δεν πόνταρε ποτέ σε αυτές. Δεν πούλησε επικεφαλίδες, μέχρι πρόσφατα δεν ξέραμε τίποτα για την προσωπική της ζωή. Στεκόταν απέναντι στις ανοιχτές κάμερες πάντα έξυπνη, φωτεινή, δυνατή κι με ηχηρή άποψη για τα γυναικεία θέματα, όταν αυτό ακόμα ήταν δύσκολο ή και γραφικό.

Οταν λοιπόν βλέπεις την Τζέσικα Τσαστέιν απέναντι στη ρωσική μαφία, την πιστεύεις. Κι ο Σόρκιν τη βυθίζει (μαζί κι εμάς) στον γοητευτικό, απατηλά λαμπερό (καθόλου τυχαίο ότι τα συγκεκριμμένα παιχνίδια κατοικούνταν από χολιγουντιανούς σταρ, όπως οι Τόμπι Μαγκουάιρ, Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Μπεν Αφλεκ) εθιστικό κόσμο του εγκεφαλικού τζόγου, εκεί όπου ο πειρασμός του εύκολου χρήματος πάλευε ολονύχτια με τις συγκρούσεις των εγωισμών. Με όπλο του τη διαβότητη του ικανότητα να γράφει πανέξυπνους, κοφτερούς, καταιγιστικούς μονολόγους (σε αυτή την περίπτωση επιβάλλεται το πυκνό, σπιντάτο voice over), και με μία ξεκάθαρη επιρροή στο σκηνοθετικό του βλέμμα από το σινεμά των Σόντερμπεργκ, Ο. Ράσελ, Σκορσέζε, ο Σόρκιν θέλει απεγνωσμένα να δικαιώσει τη φιλόδοξη γυναίκα που έλεγχε το παιχνίδι - έστω κι αν στο τέλος γκρεμίστηκε.

Η λέξη κλειδί όμως είναι το «απεγνωσμένα». Οι κινηματογραφικοί μύθοι, οι λαβωμένοι για παράδειγμα σκορσεζικοί αντιήρωες, έγραψαν ιστορία γιατί ο σκηνοθέτης δεν τους χαρίστηκε, δεν χαλάρωσε το χαλινάρι του αυστηρού του κοινωνοπολιτικού του σχολίου, η κάμερα και η πένα του δεν τους φέρθηκαν ποτέ «πατρικά». Ο συνήθως πολύ εύστροφος και ανελέητα σαρκαστικός Σόρκιν, χάνει τις ισσοροπίες και το χέρι στο παιχνίδι γιατί δεν στηρίζει απλά τη Μόλι, την αγιοποιεί. Σε αυτό που μπορεί να φταίει η πρώτη ύλη, η οποία είναι η αυτοβιογραφία της ίδιας. Ή το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης (κι ο ίδιος πατέρας κοριτσιών) θέλει να τα πει όλα: να ρίξει φροϋδικό φως στο πώς κάποιοι άντρες σακατεύουν από μικρά τα κορίτσια τους, να φυτιλιάσει τους αμερικανούς πολίτες για το πώς η Αμερική πάντα μπλόφαρε και δεν είχε να ρεφάρει απέναντί τους, να μιλήσει για το δικαίωμα στις προσωπικές αρχές δικαιοσύνης, απέναντι σ' έναν άδικο κόσμο.

Το αποτέλεσμα όμως καταλήγει μελό και, σε στιγμές, διδακτικά επεξηγηματικό - μία συγκατάβαση που στην μεγάλη οθόνη μεγενθύνεται και, ειρωνικά, καταλήγει να μικραίνει τη σκιά της ηρωίδας.