Ιρλανδία, 1880, καλοκαιρινό βράδυ, η γιορτή των εργατών κι αγροτών. Η κόρη του προύχοντα, η δεσποινίς Τζούλια κι ο υπηρέτης του πατέρας της, ο Τζον, ζουν μια νύχτα έλξης κι αποστροφής, λεκτικής και σωματικής, καθώς ο ένας προσπαθεί να χειραγωγήσει τον άλλον, σ’ ένα παιχνίδι σεξουαλικής και ταξικής εξουσίας.

Αν θεωρήσουμε ότι το έργο του Αυγουστου Στρίντμπεργκ, ένα αυστηρό δράμα με βορειοευρωπαϊκή ψυχρότητα, φεμινιστικό προβληματισμό και κοινωνική απογοήτευση ταιριάζει γάντι στη Λιβ Ούλμαν, σ' αυτήν ακριβώς την εγγύτητα εγκλωβίζεται η σκηνοθέτης και παραδίσει μια κλειστοφοβική ταινία, υπερβολικά πιστή νοηματικά στο πρωτότυπο ώστε να μπορέσει ν' ανασάνει δίπλα στο σύγχρονο κοινό.

Η Ούλμαν είναι φειδωλή στις επιλογές της στην ανάπτυξη της ταινίας. Η έμφαση πέφτει αποκλειστικά σε τρία πρόσωπα της ιστορίας, την Τζούλι, τον Τζον και την αρραβωνιαστικιά του, τη μαγείρισσα Κάθλιν, της οποίας η βαθειά πίστη στον Θεό αποτελεί και τη μοναδική διέξοδο στο ασφυκτικό δράμα. Από την πλούσια συλλογιστική του έργου, η Ούλμαν καταπιάνεται αποκλειστικά με τη θέση της γυναίκας απέναντι στον άντρα, στήνοντας ένα ιλιγγιώδες γαϊτανάκι όπου η εξουσία αλλάζει αλλεπάλληλα χέρια (και πόδια, συγκεκριμένα, καθώς εναλλάξ οι ήρωες υποκύπτουν και φιλούν ο ένας τα παπούτσια του άλλου) κι όπου ο καθένας αναζητά κάποιον να του επιβληθεί, κερδίζοντας έτσι στιγμιαία πόντους στο μάταιο παιχνίδι της υπεροχής.

Με τον ίδιο τρόπο που η Ούλμαν απογυμνώνει τους ήρωες και τις σχέσεις τους, έτσι κάνει και με το σκηνικό της – όλη η δράση εκτυλίσσεται στα δωμάτια του σπιτιού, σφραγισμένα από την εισροή οποιουδήποτε εξωγενούς παράγοντα – αλλά και με τις ερμηνείες των ηθοποιών της. Σα να παίρνουν μέρος σε άσκηση αυτοσυγκράτησης, τόσο η Τζέσικα Τσαστέιν, εύθραυστη και διάφανη, όσο κι ο Κόλιν Φάρελ, υποδόρια συμπλεγματικός, είναι από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό του φιλμ τόσο επιθετικοί, τόσο συγκεντρωμένοι στη σκληρότητά τους που δεν αφήνουν περιθώριο στον θεατή ν’ αναγνωρίσει, ούτε να νιώσει το παραμικρό.

Μακριά από την αριστουργηματική «Απιστία» του 2000, η Λιβ Ούλμαν, συνειδητά αλλά όχι επιτυχημένα, παραμένει ακαδημαϊκή και άκαμπτη προσεγγίζοντας το έργο του Στρίντμπεργκ και δε διευρύνει τα στοιχεία του ώστε να ζωντανέψουν κινηματογραφικά ή να εκσυγχρονιστούν θεματικά. Οχι επειδή δεν μπορεί, αλλά επειδή επιμένει, ως ορκισμένη πουρίστα, να μη συγχωρεί την ανθρώπινη αδυναμία, ούτε καν αυτή του θεατή.