Η Γκρέις, μία στοργική αλλά αυστηρή 25χρονη κοπέλα, δουλεύει σ' ένα κέντρο αποκατάστασης προβληματικών ανηλίκων. Κακοποιημένα παιδιά, ορφανά που παρουσίασαν προβλήματα στις ανάδοχές τους οικογένειες, αλλά και έφηβοι που εκδηλώνουν επιθετικές ή αυτοκαταστροφικές τάσεις ορίζονται να περάσουν ένα «διάστημα 12 μηνών» (εξ'ού κι ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας «Short Term 12») στο ίδρυμα αυτό, ανάμεσα σε ψυχολόγους, φροντιστές και όμοιούς τους ώστε να βοηθηθούν, να κοινωνικοποιηθούν και να επανατοποθετηθούν στον έξω κόσμο. Η Γκρέις είναι δοτική τις μέρες και απροσπέλαστη τις νύχτες, όταν επιστρέφει στο σπίτι που μοιράζεται με τον επίσης φροντιστή σύντροφό της, τον Μέισον, ο οποίος μάταια προσπαθεί να καταλάβει ποιοι εφιάλτες την βασανίζουν και την κρατούν κλειδωμένη στις σκέψεις της. Οταν στο ίδρυμα καταφθάνει ένα έφηβο κορίτσι το οποίο δεν μπορεί να συμμορφώσει ο ευκατάστατος πατέρας του, η Γκρέις είναι η μόνη που καταλαβαίνει τι πραγματικά συμβαίνει...

Ο 36χρονος Ντέστιν Κρέτον («I Am Not a Hipster») γράφει και σκηνοθετεί αυτό το νεανικό δράμα βουτώντας στην καθημερινότητα του ιδρύματος με αξιοπρόσεχτη οικειότητα κι άμεση κινηματογράφηση στις λεπτομέρειες. Εχοντας κι ο ίδιος δουλέψει ως φοιτητής σε ένα αντίστοιχο κέντρο αποκατάστασης στο Σαν Ντιέγκο, κατέθεσε αρχικά την εμπειρία του σε μία ταινία μικρού μήκους, την οποία μετά από χρόνια αποφάσισε να εξελίξει σε μεγάλου. Τα «Μικρά Ομορφα Πλάσματα», το αποτέλεσμα, ερωτεύτηκαν αμερικανικοί κριτικοί και διεθνή φεστιβάλ, χαρακτηρίζοντας την ταινία με όρους και φράσεις όπως «συγκλονιστική», «αυθεντική», «σπαραχτική», «η καλύτερη ταινία της χρονιάς», «μία φορά στα χρονικά, αν είσαι τυχερός, μπορεί να δεις μία τέτοια ταινία».

Παρακολουθώντας την μικρή, όμορφη ταινία δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς αν έχεις πέσει θύμα ενός, καλών προθέσεων, overhype. Η κάμερα του Κρέτον είναι όντως γεμάτη ενέργεια, σε βουτάει κατευθείαν στη δράση, κινείται με μία αβίαστη, casual άνεση σε χώρους που μοιάζει να ξέρει. Υπάρχουν στιγμές που συλλαμβάνει την ουσία μέσα από την ωμή performance των παιδιών - όπως την ραπ εξομολόγηση ενός αγοριού για το βίαιο μεγάλωμά του.

Πάνω από όλα έχει ως κεντρικό άξονα μία νεαρή ηθοποιό-αποκάλυψη. Η Μπρι Λάρσον (που για αρκετούς μήνες ακουγόταν ότι θα εμπλουτίσει τη συλλογή βραβείων που συγκέντρωσε και με μία οσκαρική υποψηφιότητα, η οποία τελικά δεν ήρθε), ερμηνεύει την Γκρέις με μία αφοπλιστική και ερωτεύσιμη ισορροπία, ανάμεσα στο σκληρό αγοροκόριτσο και το εύθραυστο μυστικό της. Ο Τζον Γκάλαχερ Τζούνιορ (κάποιοι τον αγαπάμε ήδη από το τηλεοπτικό «Newsroom») μεταφέρει και στην μεγάλη οθόνη την άνεσή του σε ρόλους καθημερινού αγοριού - δεν είναι ήρωας, αλλά έχει τη στιβαρότητα να μοιραστεί όλα σου τα βάρη.

Κάπου εκεί όμως σταματά ο ενθουσιασμός μας. Αναρωτιόμαστε αν ανάμεσα στη συλλογή παιδιών που όλα έχουν ένα ασυναγώνιστο, παραμελημένο ταλέντο, στην στοργική αλλά τραυματισμένη με προσωπικούς δαίμονες επιμελήτριά τους και στον τρόπο με τον οποίο γίνονται οι αποκαλύψεις υπάρχει τίποτα στ' αλήθεια πρωτότυπο σ' αυτή την ιστορία. Αντιθέτως, η σεναριακή καρδιά της ταινίας μοιάζει με mainstream μελόδραμα που απλώς μας ξεγελά με την αλά ανεξάρτητο σινεμά κατασκευή του. Ολα τα σύνθετα, τα επώδυνα, τα τραυματικά επιλύονται με στρογγυλές, ωραιοποιημένες καθάρσεις.

Δεν αμφιβάλουμε ότι η ταινία έχει τις καλύτερες προθέσεις. Ο πραγματικός κόσμος των juvenile delinquents είναι τρομαχτικός και μη φωτογενής. Maistream συγκίνηση μπορεί να προκύψει από κάτι που θα έρθει πιο γλυκά και τρυφερά να ακουμπήσει τη συλλογική μας ευαισθησία. Ομως είναι άκρως αποκαρδιωτικό να έχεις μερικά από τα υλικά που συνθέτουν ειλικρινές σινεμά και να τα μπερδεύεις με fast food επιλύσεις και χειρισμούς που μοιάζουν με μαθήματα εισαγωγής στην ψυχολογία για μαθητές γυμνασίου.