Επιθυμώντας να κατοχυρωθεί στους κύκλους της καλής κοινωνίας, η εκατομμυριούχος μεγαλοκοπέλα Μις Κλέιπουλ κάνει μια γενναία δωρεά στην Οπερα της Νέας Υόρκης, όπου πρόκειται να τραγουδήσει ο διάσημος τενόρος Λασπάρι. Από την άλλη, οι αδελφοί Μαρξ προσπαθούν να σαμποτάρουν την παράσταση, για να πριμοδοτήσουν έναν εξίσου ταλαντούχο, αλλά άσημο τραγουδιστή.

Αυτή η μουσική ανατρεπτική κωμωδία (η 6η από τις 13 συνολικά ταινίες τους) σκηνοθετημένη από τον Σαμ Γουντ, ήταν για τους αδελφούς Μαρξ ένας μεγάλος σταθμός. Μετά τη διακοπή της συνεργασίας τους με το στούντιο της Paramount το 1934 (καθώς η «Σούπια Πάπιας» είχε τότε αποτύχει εμπορικά) βρέθηκαν άνεργοι και απογοητευμένοι. Ο Ζέπο αποχώρησε από το performance κομμάτι της ομάδας και περιορίστηκε σε διοργανωτικές αρμοδιότητες. Τα αδέλφια ήταν σκόρπια και διαχασμένα. Οταν όμως ο Τσίκο γνώρισε τον Ιρβινγκ Θάλμπεργκ και υπέγραψαν με την MGM, η τύχη τους άλλαξε. Οχι όμως χωρίς κόστος (η μετέπειτα δημιουργική πορεία τους στην MGM ήταν καθοδική).

Ο Θάλμπεργκ ήταν ένας μεθοδικός παραγωγός, είχε πρόγραμμα, δούλευε με σύστημα. Τα κείμενα του σεναρίου δεν ήταν αποτέλεσμα της συρραφής σουρεαλιστικών, εντελώς αναρχικών και αυτοσχεδιαστικών σκετς πλέον. Επιστρατεύοντας ξανά το ντουέτο των συγγραφέων Μπρόντγουεϊ παραστάσεων, Τζορτζ Σι Κάουφμαν και Μόρι Ρίσκιντ (είχαν ξανασυνεργαστεί στο «The Cocoanuts» το 1929 και μία χρονιά αργότερα στο «Animal Crackers»), ο Θάλμπεργκ επέβαλε στους αδελφούς Μαρξ να περιοδεύσουν και να τεστάρουν την ιδέα της ταινίας ως δρώμενο σε θέατρα της Καλοφόρνιας. Οι βοηθοί παραγωγής παρατηρούσαν κάθε βράδυ τις αντιδράσεις του κοινού, σημείωναν σκηνές και ατάκες που προκαλούσαν γέλιο και άλλες που δεν λειτουργούσαν, χρονομετρούσαν τα χειροκροτήματα σε κάθε σεκάνς.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, μόλις το έργο κατέβηκε από τις σκηνές της Σάντα Μπάρμπαρα, να υπάρχει ήδη ένα σφιχτό, δοκιμασμένο σενάριο με καλοσχηματισμένους χαρακτήρες, κουρδισμένους σε άψογο κωμικό timing διαλόγους, πλοκή, αφήγηση - ακόμα και στοιχεία ρομαντικής κομεντί που, για πρώτη ίσως φορά, μπορούσε να κερδίσει και το γυναικείο κοινό.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η εξωφρενική σλάπστικ κωμωδία των Μαρξ δεν είναι εκκωφαντικά παρούσα: από το «χειρότερο ραντεβού στην ιστορία» του φαφλατά οπορτουνίστα Γκράουτσο με την Μις Κλέιπουλ στην πρώτη σκηνή σε εστιατόριο του Μιλάνου, τη διάσημη σύνταξη και το σκίσιμο των συμβολαίων ανάμεσα σε Γκράουτσο και Τσίκο, μέχρι την τελευταία επική σεκάνς στην Οπερα με τον Χάρπο να ίπταται πάνω από τη σκηνή ως άλλος Ταρζάν, αυτή η κωμωδία έχει παραμείνει δικαίως στην ιστορία ως η διασημότερη και πιο επιτυχημένη των αδελφών.

Είναι απόλαυση, ακόμα και σήμερα 78 χρόνια μετά, να βλέπεις τον σμιχτοφρύδη εξυπνάκια Γκράουτσο να φτύνει σαρκασμό, ατάκες και τον καπνό του πούρου του με ρυθμό πολυβόλου, τον μικροκομπιναδόρο Τσίκο να αντιπαραβάλει την μονοκόμματη κουτοπονηριά του και να παίζει με το πιάνο και τις λέξεις, και τον Χάρπο να μαγεύει με τις χορδές της άρπας του και να σπάει τις συμβάσεις της βωβής κωμωδίας με φαρσική ευρηματικότητα, σαρδόνια φαντασία, τρέλα.

Υπήρξαν εποχές που η κωμωδία έστηνε ξέφρενο πάρτι. Εμείς ζούμε σε καιρούς που ξυπνά με hangover.