Ο Σερίφης Ρέι Οουενς (ναι, ο Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ), έχει εγκαταλείψει την Αστυνομία του Λος Αντζελες, την ένταση και τον πυρετό του εγκλήματος κι έχει εγκατασταθεί στην ήσυχη, συνοριακή πόλη Σάμερτον Τζάνκσον και ασχολείται περισσότερο με την καθημερινότητα των κατοίκων παρά με την παρανομία. Παράλληλα, ο Γκαμπριέλ Κορτέζ, ο πιο διαβόητος, σεσημασμένος έμπορος ναρκωτικών στον κόσμο μετά τον Εσκομπάρ, διαφεύγει από τον κλοιό του FBI και κατευθύνεται, μαζί με τους συνεργάτες του κι έναν όμηρο, μ’ ένα αυτοκίνητο που τρέχει με την ταχύτητα του φωτός, προς τα σύνορα. Ο στόχος του είναι το Σάμερτον Τζάκσον, όπου όλες οι δυνάμεις ασφαλείας της Αμερικής θα συγκεντρωθούν για να εκμεταλλευτούν την τελευταία τους ευκαιρία να τον αναχαιτίσουν και να τον συλλάβουν, προτού περάσει τα σύνορα και χαθεί για πάντα. Μεταξύ του επιθετικού καρτέλ και του FBI που θεωρεί τον Οουενς παρωχημένο κι ανίκανο, ο Αρνι θ’ αποδείξει ότι έχει ακόμα ό,τι χρειάζεται για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Ο Κορεάτης σκηνοθέτης του «Ο Καλός, ο Κακός κι ο Παράξενος», θέτει σε τροχιά μια ιστορία βίας με εκρήξεις σπλάτερ, η οποία εκτυλίσσεται σα φιλμ δράσης όσο κινείται γύρω από την απόδραση του Κορτέζ και την αντιπαράθεσή του με το FBI και σα νεο-γουέστερν όσο παρατηρεί τον Σβαρτσενέγκερ στο κέντρο έρημων επαρχιακών τοπίων. Μπορεί ο Κιμ Τζι-Γουν να μην αφήνεται στις γνώριμες υπερβολές του δικού του σινεμά, στην πρώτη αμερικανική ταινία του, αλλά σίγουρα η σκηνοθεσία δεν είναι το πρόβλημα του φιλμ.
Το σενάριο του «The Last Stand» είναι όχι απλώς προβλέψιμο και σχηματικό, αλλά πραγματικά τόσο ανόητο που καταλήγει σχεδόν διασκεδαστικό, με κωμικές σκηνές σαν παλιά αγορίστικη φαρσοκωμωδία, του επιπέδου όπου το όπλο που εκπυρσοκροτεί χτυπά τον ήρωα στη μύτη κι εκείνος ματωμένος χοροπηδά με πόνο. Τόσο έξυπνες.
Ωστόσο, σε μια ταινία που δημιουργήθηκε αποκλειστικά ως όχημα για να επιστρέψει ο πρώην κυβερνήτης Σβαρτσενέγκερ στη μεγάλη οθόνη, το να βλέπεις τον Αρνι, ακόμα και στα 67 του, να φορά τα μαύρα γυαλιά του και να περπατάει, χωρίς να μπορεί να κλείσει τα πόδια και τα χέρια του από τους μύες, προκαλεί μια συγκίνηση. «Ξέρω τι πρόκειται να γίνει, γιατί έχω δει αρκετό αίμα και θάνατο στη ζωή μου», λέει με τη φωνή του Ρέι Οουενς και ο θεατής χαμογελά, γιατί μεγάλωσε με τον Σβαρτσενέγκερ να βλέπει, να κρίνει και να τιμωρεί.
Γι’ αυτό και, ενώ με τη λογική όλα τα ένστικτα εξανίστανται στη σαχλαμάρα της ταινίας, η παρουσία του Αρνι ξυπνά μνήμες ενός πιο αθώου παρελθόντος, που κάνουν τη θέασή της πιο ευχάριστη και λίγο, πολύ λίγο, δικαιολογούν την απλοϊκότητά της.