20 χρόνια μετά τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, οι πληγές δεν έχουν ακόμη κλείσει, υπενθυμίζει ο πρωτοεμφανιζόμενος στη μεγάλου μήκους Άλεν Ντρίζεβιτς με τούτο το κλειστού χώρου ψυχόδραμα. Πληγές που η αδυσώπητη μνήμη δεν αφήνει να επουλωθούν, έτσι βαθιά που ανοίχτηκαν στον ψυχισμό των επιζώντων.

Αντιήρωες εδώ είναι οκτώ βετεράνοι του πολέμου, Βόσνιοι, Κροάτες και Σέρβοι, μαζεμένοι σε ένα χειμερινό ξενοδοχείο της ορεινής Βοσνίας καλοκαίρι, εκτός σεζόν, για ένα ομαδικό εργαστήριο ψυχανάλυσης. Ο Σλοβένος ινστρούκτορας τους πιέζει καθημερινά, έναν-έναν, να κοιτάξουν κατάφατσα τα τραύματά τους. Να ανακαλέσουν το γεγονός που τους σημάδεψε, να το αναπαραστήσουν, να το αντιμετωπίσουν.

Φυσικά, η διάδραση δεν είναι εύκολη. Παλιές έχθρες ανακύπτουν, προσωπικές πίκρες θολώνουν το μυαλό, εθνικιστικές κουβέντες δυναμιτίζουν τις συνεδρίες, οι οποίες ξεδιπλώνονται σαν μικρογραφία της τότε σύγκρουσης. Κοσμικός ή θρήσκος, ανάπηρος ή αρτιμελής, ο καθένας κοιτά τα πράγματα από τη σκοπιά του θύματος, κι ας υπήρξε κάποια δεδομένη στιγμή εγκληματίας πολέμου αναγκαστικά.

Μονάχα σε κατάσταση μέθης –με το πανεθνικό τους ποτό, και μουρμουρίζοντας το ίδιο, δημοφιλές σε ολόκληρη την πρώην Γιουγκοσλαβία τραγούδι- είναι που ξεχνάνε τι τους χώρισε. Από τη στιγμή ωστόσο που το αίμα γίνεται αλκοόλ, υποτροπή και πάλι. Παλιμπαιδίζουν με τον μόνο τρόπο που μπορούν –με παιχνίδια πολέμου.

Θεατρικής δομής αλλά ουδέποτε στατικό, το φιλμ χτίζει με ενάργεια τους χαρακτήρες του μέσα από θύμησες και εξομολογήσεις, χάρη και στις ορμητικές ερμηνείες όλων των πρωταγωνιστών. Ωστόσο, έχεις μόνιμα την αίσθηση μιας ανακύκλωσης. Το μοτίβο της πάλης και της συμφιλίωσης με το παρελθόν είναι προφανές από την αρχή, και το φιλμ αρκείται στο να το μοιράσει ελαφρά παραλλαγμένο σε πολλά πρόσωπα και διαδοχικές σεκάνς συνεδριών. Η επικέντρωση του δράματος σε δύο χαρακτήρες προς το καθαρτήριο φινάλε μπορεί να αλλάζει τις εντάσεις, πάντως δεν τις ανατρέπει, ούτε και σε πείθει πως η ταινία που μόλις παρακολούθησες δικαιολογεί τη μεγάλου μήκους διάρκειά της.