Ο Μπράιαν Γουίλσον έχει πλέον καταχωρηθεί στο Rock and Roll Hall of Fame ως ένας από τους πιο επιδραστικούς, μοναδικούς, ταλαντούχους μουσικούς παραγωγούς της ιστορίας. Μπορεί το 90% του κοινού να γνωρίζει τον 60ς ποπ ήχο των διάσημων Beach Boys, της «σέρφερ» καλιφορνέζικης μπάντας που ίδρυσε με τα αδέλφια και τα ξαδέλφια του, αλλά λίγοι ξέρουν τους πειραματισμούς του με τς ενορχηστρώσεις, τις ριζοσπαστικές τους ιδέες, τις «φωνές» που άκουγε μέσα του και τον οδηγούσαν σε μερικές από τις πιο ευφάνταστες και μπροστά από την εποχή τους ηχογραφήσεις.

Διαβάστε ακόμη: 10 τραγούδια των Beach Boys που έγραψαν... κινηματογραφική ιστορία!

Και είναι όλα αλήθεια. Ο χαρισματικός μουσικός άκουγε φωνές: μία σειρά από νευρικούς κλονισμούς που ήταν ριζωμένοι βαθιά στην παιδική του ηλικία και την σωματική και λεκτική κακοποίηση από τον πατέρα του, οδήγησαν σε βαριά μορφης κατάθλιψη, ψύχωση και κατάρρευση. Ταυτόχρονα όμως, ο ίδιος άνθρωπος ηχογράφησε άλμπουμ τόσο μπροστά από την εποχή τους, που τότε δεν άρεσαν σε κανένα, αλλά σήμερα στέκονται στη λίστα με τα απόλυτα αριστουργήματα: το «Pet Sounds» και το «Smile».

Πόσο συναρπαστική, ιδιαίτερη ιστορία για την ποπ κουλτούρα. Πόσο ιδανική για κινηματογραφική ταινία. Πόσο επικίνδυνο το πώς θα την προσεγγίσεις, αν θα μπορέσεις, σαν τον Γουίλσον, να συλλάβεις τις λεπτές αποχρώσεις της, κι όχι τον σα-λα-λα-λα επιδερμικό της ήχο. Ο Μπιλ Πόλαντ (έμπειρος παραγωγός - «12 Χρόνια Σκλάβος», «Into the Wild», «Το Μυστικό του Brokeback Mountain») αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία, κάτι αρκετά φιλόδοξο αν σκεφτεί κανείς ότι είχε μόλις ακόμα μία απόπειρα στο βιογραφικό του. Η αγάπη του για την μουσική και οι καλές του προθέσες να δείξει τη βασανισμένη προσωπικότητα του Γουίλσον (τόσο στα 60ς, όσο και στα 80ς - καθώς η ταινία έχει δύο αφηγηματικές ταχύτητες) είναι εμφανείς. Καταφέρνει και κλέβει μερικές στιγμές, στήνει μερικές σκηνές με ουσία, ατμόσφαιρα και συναίσθημα.

Ομως η απειρία του φαίνεται στο ότι η ενορχήστρωση της ταινίας - όλες οι μικρές και μεγάλες λεπτομέρειές της που δημιουργούν το σύνολο- δεν λειτουργεί. Ο ρυθμός είναι προβληματικός, η αφήγηση άνιση, η γενική αίσθηση δίνει τη εντύπωση καλογυαλισμένης τηλεταινίας.

Συγκλονιστική εξαίρεση: ο Πολ Ντέινο, ο οποίος δεν ερμηνεύει απλώς τον Μπράιαν Γουίλσον στα νιάτα του. Χάνεται κάτω από το δέρμα του, μελετά τα σκυφτά του τρομαγμένα βλέμματα, την λεπτή χαραμάδα του χαμόγελού του, την αυτιστική του μεγαλοφυΐα και την σπαραχτική ανασφάλεια που τη συνόδευε (οι σκηνές στο στούντιο για την ηχογράφηση του «Pet Sounds» είναι ένα μικρό αυτόνομο αριστούργημα). Ο Τζον Κιούζακ ερμηνεύει τον 45 Γουίλσον με κάποιες καλές στιγμές (στο σύνολό του ο Κιούζακ μοιάζει, για άλλη μια φορά, να ερμηνεύει... τον Κιούζακ). Ο 20άρης genius Γουίλσον του Ντέινο όμως, είναι ... ο Γουίλσον.

Μπορεί ως ταινία να μην διαθέτει τα Good Vibrations μίας αυτόματα κλασικής και αξέχαστης κινηματογραφικής εμπειρίας, αλλά θα σας αγγίξει. Γιατί από την μία η μελαγχολία του παρεξηγημένου αντιήρωα κι από την άλλη τα τραγούδια των Beach Boys γεμίζουν την αίθουσα και αφηγούνται τη δική τους ιστορία. Οπως και στο πρόσφατο «Amy», έτσι κι εδώ ένα πράγμα είναι σίγουρο: πάντα στην μουσική, το σινεμά και την τέχνη κατεστραμμένοι άνθρωποι καταφέρνουν να γεμίσουν με ομορφιά τις ζωές μας. Το μόνο που μας ζητούν σαν αντάλλαγμα είναι να τους αγαπάμε και να τους συγχωρούμε.

Διαβάστε επίσης το κείμενο του Νίκου Πετρουλάκη: Flixibilty: Ο Μπράιαν Γουίλσον δεν ήξερε να κάνει σερφ!