«Τα πάντα είναι τεκμηριωμένα. Τα πάντα είναι αυθαίρετα.»

Μετά από μια απαραίτητη (προφανώς για νομικούς λόγους) εισαγωγή ότι μερικοί μόνο από τους χαρακτήρες που θα εμφανιστούν στα επόμενα 150 λεπτά βασίζονται σε πραγματικά πρόσωπα, η νέα, πολυαναμενόμενη ταινία του Πάολο Σορεντίνο για τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι ξεκινάει με αυτό το απόσπασμα του συγγραφέα Τζόρτζιο Μανγκανέλι για να περιγράψει τη δυϊκότητα της προσέγγισης του σκηνοθέτη στην πιο διαβόητη πολιτική μορφή της χώρας του τις τελευταίες δεκαετίες, εν μέρει δηλαδή βασισμένος σε πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις κι άλλοτε αναπλάθοντας δημιουργικά την πρόσφατη πολιτική ιστορία της πατρίδας του.

Η ίδια πρόταση, όμως, είναι δηλωτική και του άβολου σε πολλάπλά επίπεδα μανιχαϊσμού που διατρέχει την ταινία στην ενιαία της μορφή των 150 λεπτών για τη διεθνή της κυκλοφορία. Ο Σορεντίνο ένωσε τα δύο μέρη, διάρκειας 104 και 100 λεπτών αντίστοιχα, που προβλήθηκαν με διαφορά λίγων μηνών στη γειτονική χώρα, κι αυτή η απόφαση, όσο κι αν φαίνεται εύλογη και δικαιολογημένη για εμπορικούς, καλλιτεχνικούς, ακόμη και οσκαρικούς λόγους, δεν παύει να καταλήγει σε ένα αποτέλεσμα άνισο, ενίοτε μεγαλειώδες και σε σημεία υπερφιλόδοξα αποτυχημένο, αφήνοντας τελικά μια αίσθηση ότι ένα νέο, μεγαλύτερο cut ενδεχομένως θα οδηγούσε στο magnum opus του σκηνοθέτη, το οποίο δυστυχώς δεν βλέπουμε ακόμα.

Το «Loro», όπως υποδηλώνει και ο τίτλος («Αυτοί» στα ιταλικά), είναι μια ταινία αφιερωμένη σε όλους εκείνους, τους συμπατριώτες του σκηνοθέτη, οι οποίοι πλανεύτηκαν και εξαπατήθηκαν από την φρούδα υπόσχεση του λαοπλάνου ηγέτη και επιχειρηματία ότι μια εποχή ευμάρειας ανοίγεται για τη χώρα. Για ένα έθνος το οποίο αποχαυνωμένο από την κενότητα και τη λάμψη που αφειδώς κατανάλωνε μέσα από τα ευτελή προγράμματα των μέσων μαζικής ενημέρωσης ιδιοκτησίας του Μπερλουσκόνι, γοητεύτηκε από το πολυτελές lifestyle και τις κενές μεγαλοστομίες του, μια κοινωνία που βούλιαξε στην ακαταμάχητη έλξη της ευκολίας και της επιφανειακότητας.

Ενα από αυτά τα θύματα είναι και ο Σέρτζιο Μάρα, στον οποίο εστιάζει το πρώτο μέρος της ταινίας. Προαγωγός συνοδών πολυτελείας στον Τάραντα, ο Μάρα φιλοδοξεί μέσω των πανέμορφων κοριτσιών του και αλλεπάλληλων γραμμών κοκαϊνης να ξεφύγει από τα ήσσονος σημασίας και περιορισμένης εμβέλειας λαδώματα πολιτικών της τοπικής κοινωνίας και να ζήσει τη μεγάλη ζωή ως έμπιστος και συνεργάτης του Σίλβιο, το όνομα και η μορφή του οποίου, αργούν να εμφανιστούν στην οθόνη και αναδύονται μεθοδικά και μαεστρικά. Με έναν σαρδόνιο και τυπικά σορεντινικό μάλιστα τρόπο, το πρόσωπο του Μπερλουσκόνι εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ταινία με τη μορφή τατουάζ στα …οπίσθια μιας πόρνης πολυτελείας, όσο αυτή κάνει σεξ με τον Μάρα, υποδηλώνοντας πανέξυπνα τη βασική θεματική της ταινίας αναφορικά με τη διαπλοκή του σεξ και της πολιτικής και το ανεξήγητο σεξ απίλ του υπερήλικου Ιταλού πολιτικού στον γυναικείο πληθυσμό.

Ο Σέρτζιο, λοιπόν, θα ξεκινήσει την ανάβαση στη Ρώμη και στην ανορθόδοξη πολιτική του καριέρα ξοδεύοντας αφειδώς χρήματα και διοργανώνοντας πάρτι γεμάτα σεξ και ναρκωτικά με την ελπίδα να κερδίσει την προσοχή του διαβόητου για τη ροπή του προς την ακολασία πολιτικού, μαζί με την αδίστακτη σύντροφό του Ταμάρα, η οποία συνάπτει σχέσεις κι εκβιάζει ένα ηλικιωμένο στέλεχος του κεντροδεξιού κόμματος με τις δικές του, σκοτεινές φιλοδοξίες, και την Κίρα, την αγαπημένη πόρνη πολυτελείας του Μπερλουσκόνι, η οποία αναλαμβάνει να φέρει σε επαφή τους δύο άντρες. Με παρότρυνση μάλιστα της τελευταίας, ο Μάρα θα νοικιάσει με τις τελευταίες του οικονομίες στην Σαρδηνία την βίλα που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από εκείνη όπου έχει αποτραβηχτεί ο πρώην πρωθυπουργός μετά την ήττα του στις εκλογές. Τότε θα εμφανιστεί επιτέλους και σε πλήρη δόξα ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι και η ταινία θα εστιάσει σχεδόν αποκλειστικά σ’ αυτόν και στην προσπάθειά του να ανακτήσει μακιαβελικά την εξουσία, όσο παράλληλα θα υποκύψει στις επικούρειες ηδονές των κοριτσιών του Σέρτζιο.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς Ιταλός ή γνώστης των πολιτικών γεγονότων στη γειτονική χώρα για να βρει αντιστοιχίες ανάμεσα στα μυθοπλαστικά γεγονότα της ταινίας και στην πραγματικότητα. Ο Σορεντίνο, άλλωστε, δεν ενδιαφέρεται για την ιστορική ακρίβεια μιας βιογραφίας, αλλά περισσότερο για την αποτύπωση του zeitgeist και της συλλογικής αυταπάτης μιας κοινωνίας που ανέδειξε, πίστεψε, αποθέωσε και προδόθηκε από ένα εβδομηντάχρονο παιδί, το οποίο είδε τη χώρα του σαν άλλη μια από τις επιχειρήσεις του και προσπάθησε να τη διοικήσει με τις ίδιες μακιαβελικές ζαβολιές και τους εκβιασμούς με τους οποίους έγινε ο πλουσιότερος άνδρας στην Ιταλία.

Ο Σορεντίνο αντιμετωπίζει στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας του τον Μπερλουσκόνι ως πρωταγωνιστή μιας opera buffa και στο γνώριμο μαξιμαλιστικό και οπερατικό ύφος του οργιάζει σκηνοθετικά σε σημείο που να μην ξέρει πού να σταματήσει. Οι (υπέροχες) σκηνές των πάρτι του διαδέχονται οι μία την άλλη, οι εκπάγλου καλλονής γυναίκες παρελαύνουν αδιαλείπτως, αλλά αυτή η γοητεία της επιφάνειας καταδικάζει τελικά την ταινία στη δραματουργική ανισομέρεια και στην αποσπασματικότητα, καθώς όλοι «Αυτοί» που ήθελαν να αγγίξουν εκείνον τον σύγχρονο Μίδα νομίζοντας τελικά πως βρήκαν φλέβα χρυσού, δεν συνθέτουν τελικά ποτέ ένα αρμονικό αποτέλεσμα, το οποίο δυναμιτίζεται από την υπερβολή και την επανάληψη.

Η αμηχανία στην προσέγγιση γίνεται ακόμα πιο εμφανής στην αδυναμία ενδελεχούς ψυχογράφησης του Μπερλουσκόνι από τον σκηνοθέτη. Αν και ο Σορεντίνο έχει τη σοφία να μη θεωρεί ποτέ τον συμπατριώτη του ως εύκολο αντίπαλο και να τον προσεγγίσει ανθρώπινα και πολυδιάστατα, τελικά ηττάται κι αυτός από έναν άνθρωπο χωρίς φραγμούς και χωρίς ιδιότητες, καταφέρνει ωστόσο να δείξει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός σε δύο τουλάχιστον ευφυείς σκηνές: στην πρώτη ο Μπερλουσκόνι πείθει με εξωφρενικές σοφιστείες τον εγγονό του ότι δεν πάτησε μόλις πριν από λίγα λεπτά περιττώματα στον κήπο της βίλας του, ενώ στην δεύτερη καταφέρνει να πουλήσει μέσω τηλεφώνου σε μια άγνωστη ηλικιωμένη γυναίκα, την οποία βρήκε μέσω καταλόγου, ένα διαμέρισμα σε ένα κτιριακό συγκρότημα που δεν υπάρχει για να αποδείξει στον εαυτό του ότι ακόμα έχει την ικανότητα του πωλητή, σε δύο προφανείς αναλογίες για τον τρόπο με τον οποίο ο Μπερλουσκόνι χρησιμοποίησε προς όφελός του τις ανάγκες και τις ανασφάλειες μιας χώρας εξήντα εκατομυρίων κατοίκων για να πολλαπλασιάσει το εκατομύρια της περιουσίας του.

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι ο ηθοποιός - φετίχ του Πάολο Σορεντίνο, Τόνι Σερβίλο, κεντάει στον κεντρικό ρόλο. Ενώνοντας με τις χαμαιλεοντικές του ικανότητες στην ίδια νοητή γραμμή τον Τζόυλιο Αντρεότι του «Il Divo», τον Τζεπ Γκαμπαρντέλα της «Τέλειας Ομορφιάς» και τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο Σερβίλο, ακόμα και κάτω από το προσθετικό μακιγιάζ που του χαρίζει την ομοιότητα με τον Ιταλό πολιτικό, καταφέρνει να μεταδώσει την ανθρωπιά, αλλά και όλη την εξωφρενικότητα του χαρακτήρα που καλέιται να ερμηνεύσει.

Και είναι εκεί, στις πιο ενδοσκοπικές σκηνές του δεύτερου μέρους, όπου η ταινία κατεβάζει τους τόνους και παραδίδεται στη θλίψη, όπου ο Σερβίλο αποτυπώνει με τη μεγαλύτερη ακρίβεια την τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου και μιας χώρας που πίστεψε σ’ αυτόν. Μετά από 150 λεπτά, όμως, εξαντλητικής ανισομέρειας και σχιζοφρενικής διακύμανσης ανάμεσα στο δημαγωγικά αφελές και το υπαινικτικά σπουδαίο, το «Loro» δεν πραγματοποιεί ποτέ τις υποσχέσεις και τις προσδοκίες μιας «Τέλειας Ομορφιάς», ακριβώς όπως ο πολιτικός που το ενέπνευσε.