Αφαιρετική αφηγηματικά και πλούσια σε στιλ, σαν ένα εφηβικό ποίημα, η ταινία του Σάβι Γκάβιζον από το Ισραήλ, με ευρωπαϊκή πρεμιέρα στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας, καμουφλάρει τις ατέλειές της με τα πιο γοητευτικά ευρήματα.

Ο Αριέλ είναι ένας κομψός κι ευκατάστατος μεσήλικας εργοστασιάρχης, χωρίς καμιά ευθύνη στον κόσμο, εκτός από τη δουλειά του και τον εαυτό του. Ωσπου η Ρόνιτ, μια παλιά κοπέλα του, τού αποκαλύπτει πως όταν χώρισαν, 20 χρόνια νωρίτερα, ήταν έγκυος. Γέννησε ένα γιο, τον γιο του Αριέλ, τον Ανταμ κι εκείνος σκοτώθηκε μόλις λίγες μέρες νωρίτερα σε δυστύχημα.

Πρόθυμος ν' αγκαλιάσει αυτή τη νέα και ξαφνική πτυχή της ζωής του, ο Αριέλ πηγαίνει στη μικρή πόλη όπου ζει η Ρόνιτ, για την κηδεία. Μένει, όμως, όλο και παραπάνω, σαν υπνωτισμένος και προσπαθεί να γνωρίσει, έστω τώρα, τον Ανταμ μέσα από τους κοντινούς τους ανθρώπους: την κοπέλα του, τη δασκάλα γαλλικών με την οποία ήταν ερωτευμένος, τον κολλητό του φίλο. Η αρχική συμπόνοια όλων δίνει, σιγά-σιγά, τη θέση της στην αποκάλυψη της σκοτεινής πλευράς του Ανταμ, που ο Αριελ αρνείται να παραδεχτεί. Ζει μέσα στη ζωή του γιου του και, για άλλη μια φορά, επιλέγει να μην πάρει καμιά ευθύνη.

Με τον δικό του τρόπο, ο Γκάβιζον χτίζει μια ταινία για το βάρος της πατρότητας, αλλά και για το βάρος όσων από φόβο κανείς δεν έχει κάνει στη ζωή του, δεν έχει αναλάβει, δεν τολμά να τα κοιτάξει στα μάτια. Μια ταινία για τις οικογενειακές, ή κάθε είδους, σχέσεις, μέσα από τα μυστικά των οποίων ο καθένας καθορίζει, θέλοντας ή μη, τον δικό του εαυτό. Για τον πόθο να διορθώσει τα πάντα, να προσποιηθεί ότι όλα είναι καλά.

Η ταινία εναλλάσσει τακτικά κι επαναλαμβανόμενα το ύφος της, σεναριακό και σκηνοθετικό: από το συγκινητικό δράμα πηδά στη μαύρη κωμωδία κι από εκεί στο σινεμά του παραλόγου, για να ξαναγυρίσει στον ανθρωποκεντρισμό της και πάλι πίσω στο αλλόκοτο - σ' έναν ενδιαφέροντα παραλληλισμό με την αίσθηση του παραλόγου που φέρνει μια μεγάλη απώλεια. Μ' αυτή την επιμονή στη μη συμβατική αφήγηση, ο Γκάβιζον επιβάλει σκηνές καταχρηστικές, ή αναπτύσσει τους χαρακτήρες του με μια αμηχανία: ποτέ δεν μαθαίνουμε ποιοι είναι, από πού έχουν έρθει και τι, στ' αλήθεια, θέλει ο Γκάβιζον να μεταφέρει μέσα απ' αυτούς.

Πράγμα που θα στεκόταν θαυμάσια ως αισθητική επιλογή αν, από την άλλη πλευρά, δεν παρεμβάλλονταν τα μέρη της ταινίας που την προσγειώνουν σ' ένα βίαιο ρεαλισμό, χωρίς περιθώρια υπέρβασης. Αυτή η ίδια η εναλλαγή γίνεται, στην πορεία, ένα σκηνοθετικό μοτίβο που μοιάζει επιτηδευμένο και δεν αφήνει την ιστορία ν' αναπτυχθεί συναισθηματικά ή, στην τελική, τις εκκεντρικότητες της ταινίας να βγάλουν νόημα.

Παρόλ' αυτά, παρότι η προτεραιότητα του Γκάβιζον μοιάζει να είναι όχι η ουσία αλλά το ύφος, η ταινία καταφέρνει να έχει ένα μελαγχολικό, τρυφερό αντίκτυπο, κυρίως επειδή η καρδιά της μοιάζει τόσο οικεία, μιλά για τόσο γνώριμα, τρωτά ανθρώπινα στοιχεία. Και δίπλα στα χαριτωμένα, όσο και φορσέ, ευρήματά της, όπως ο ταοϊστικός γάμος δυο νεκρών εφήβων, ή ο ήχος της θάλασσας κι ενός καραβιού που γεμίζουν ένα σαλόνι για να φέρουν την εξαναγκαστική χαλάρωση, υπάρχει η μία σκηνή, το όνειρο της δασκάλας-μούσας που αυνανίζεται, γιγάντια, πάνω στη στέγη του σχολείου του Ανταμ, που μπαίνει αυτόματα στην ανθολογία αξέχαστων στιγμών, άξια να σηκώσει στους γυμνούς ώμους της όλες τις ανεκπλήρωτες προθέσεις του σκηνοθέτη.