Ο 40χρονος πολιτικός μηχανικός Αϊβαν Λοκ μπαίνει στο αυτοκίνητό του ένα βράδυ μετά τη δουλειά και βιάζεται να φτάσει στον προορισμό του. Το μεγάλο ματς του πρωταθλήματος παίζεται απόψε - οι δύο γιοι του τον περιμένουν να το δουν μαζί, η γυναίκα του έχει ετοιμάσει το αγαπημένο του ποδοσφαιρικό τζανκ φουντ και φοράει τη φανέλα της ομάδας. Μόνο που ο Λοκ δεν επιστρέφει σπίτι. Ούτε θα βρίσκεται το επόμενο πρωί στο εργοτάξιο, στο μεγάλο κατασκευαστικό έργο που μήνες επέβλεπε, για να εγγυηθεί την περιεκτικότητα τσιμέντου, την ανθεκτικότητα του σκυροδέρματος. Φεύγοντας από το γραφείο πήρε μία απόφαση κι ό,τι κι αν συμβεί εκείνο το βράδυ, θα την κρατήσει. Γιατί ένας άντρας πρέπει να αντιμετωπίζει κατά μέτωπο τα λάθη του, να βρίσκει λύσεις και να αναλαμβάνει τις συνέπειες. Οχι, εκείνος δε θα φερθεί σαν το καθίκι τον πατέρα του. Ο,τι ακολουθεί είναι ένα 85λεπτο road movie, Μπέρμινγχαμ-Λονδίνο, με οδηγό έναν άντρα αποφασισμένο να ρισκάρει τα πάντα, κι ένα κινητό τηλέφωνο στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου, μέσα από το οποίο διευθετεί ολόκληρη τη ζωή του...

Ο σεναριογράφος Στίβεν Νάιτ («Επικίνδυνες Υποσχέσεις», «Βρόμικα Ομορφα Πράγματα»), στη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα, υπογράφει ένα συναρπαστικό κινηματογραφικό πείραμα: ένας άντρας, ένα αυτοκίνητο, ένα τηλέφωνο. Ενα αγωνιώδες road movie που εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο, με όχημα ένα καλογραμμένο σενάριο-δυναμίτη (μέσα στην απλότητά του) κι έναν ηθοποιό που κρατά σταθερά το τιμόνι και το βλέμμα κλειδωμένο στον προορισμό, επιτρέποντάς μας μόνο την υποψία ότι τα φρένα είναι σπασμένα.

Ενας άντρας μόνος του επί 85 λεπτά να μιλάει με γιατρούς, νοσοκόμες, το έξαλλο αφεντικό του που ξεστομίζει απειλές, τον μεθυσμένο και πανικόβλητο υφιστάμενό του που συνειδητοποιεί ότι το επόμενο πρωί θα είναι μόνος του, δημοτικούς υπαλλήλους για άδειες της τελευταίας στιγμής, τα τρομαγμένα αγόρια του που δεν καταλαβαίνουν γιατί ο μπαμπάς δεν βλέπει μπάλα μαζί τους, ή γιατί η μαμά κλαίει στο μπάνιο...

Ενας Τομ Χάρντι ολομόναχος, σε μία νυχτερινή διαδρομή άψογα φωτισμένη από τον Ελληνοκύπριο Χάρη Ζαμπαρλούκο, να σπάει τα όρια του κλειστού οχήματος με τα βλέμματά του, το ηχόχρωμα της φωνής του, τη σταθερή, αποφασισμένη εκφορά των λέξεων. Να ζεσταίνει, να παγώνει, να καθησυχάζει, να τρομάζει, να απελπίζεται, να κλαίει βουβά δάκρυα που φωτίζονται κλεφτά από τους προβολείς των διερχόμενων ταξιδιωτών. Και να συνεχίζει. Οχι, αυτό που κάνει ο Χάρντι δεν είναι ένα απλό υποκριτικό μπραβάντο. Είναι μία tour de force κούρσα ισορροπιών, μία γκαζωμένη κόντρα ενάντια στον εαυτό του, μία κατά μέτωπο σύγκρουση με τις μανιέρες.

Ο Νάιτ εξερευνά με έναν μοντέρνο, ηλεκτρισμένο και συγκινητικά αφαιρετικό λυρισμό τους συμβολισμούς του road movie, τις προσωπικές μας εσωτερικές διαδρομές, την μοναξιά στο τιμόνι, τον προορισμό που μπορεί τελικά να μην άξιζε και τον κόπο. Το αν μπορείς ποτέ να επιστρέψεις ατόφιος σπίτι, ή κάποιοι δρόμοι έχουν κλείσει για πάντα...

Οπως κι ο ήρωάς του ρισκάρει τα πάντα: να του βγει θεατρικό, κλειστοφοβικό, βαρετό, φλύαρο. Η αναλογία του σεναριακού σασπένς, των στακάτων διαλόγων και των πολλών... ίππων πρωταγωνιστή του όμως δημιουργεί ένα ατσάλινο σασί, μία άψογη κινηματογραφική ραχοκοκκαλιά, στιβαρά συμπαγή θεμέλια. Γιατί όπως και ο Λοκ εξηγεί «χρειάζεται να χειριστείς το μείγμα του τσιμέντου με απόλυτη ακρίβεια. Το ελάχιστο λάθος, μία μικρή αδιόρατη απόκληση και στο 22 ορόφων κτίριό σου θα σχηματιστούν ρωγμές, που σταδιακά θα το διαβρώσουν και θα καταρρεύσει με κρότο...»