Από το «The Devils» του Κεν Ράσελ μέχρι τη «Μητέρα Ιωάννα των Αγγέλων« του Γέρζι Καβαλέροβιτς κι από το «Diabel» του Αντρέι Ζουλάφσκι μέχρι τις «Αμαρτωλές Καλόγριες» του Πέδρο Αλμοδόβαρ, ο μοναστικός βίος, ιδιαίτερα αυτός των γυναικών καθολικών μοναχών, έχει κεντρίσει πλειστάκις και ποικιλοτρόπως το κινηματογραφικό ενδιαφέρον. Η απόλυτη αφοσίωση στο Θεό και οι όρκοι σιωπής και αγνότητας ερεθίζουν ακόμα και στις μέρες μας τη δημιουργική φαντασία κι αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίο πολλοί δημιουργοί εκθέτουν τους προβληματισμούς τους για τις έννοιες της ηθικής, της πειθαρχίας και του κακού που ελλοχεύει στην ανθρώπινη φύση, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την αριστουργηματική «Ida» του Πάβελ Παβλικόφσκι. Το «Οι Ενοχές των Αθώων» της Αν Φοντεν αποτελεί τη φετινή προσθήκη σ΄αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία ταινίων και μάλιστα μία από τις πιο αξιόλογες κι ενδιαφέρουσες.
Στην Πολωνία του 1945, αμέσως μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου κι ενώ η χώρα βρίσκεται ήδη υπό την κατοχή του σοβιετικού στρατού απελευθέρωσης, μια Γαλλίδα γιατρός του Ερυθρού Σταυρού θα σπεύσει τις δραματικές εκκλήσεις μιας μοναχής στο μοναστήρι όπου εκείνη υπηρετεί και παρά τις αρχικές τις αντιρρήσεις για να ανακαλύψει ότι μία από τις μοναχές του τάγματος είναι ετοιμόγεννη και χρειάζεται επειγόντως καισαρική τομή προκειμένου να επιζήσει κι αυτή και το μωρό της. Εκεί θα αποκαλυφθεί ότι αυτή δεν ήταν η μοναδική περίπτωση εγκυμοσύνης, καθώς τουλάχιστον άλλες έξι μοναχές βρίσκονται σε προχωρημένη κύηση, μετά τον ομαδικό βιασμό που υπέστησαν από τους Ρώσους στρατιώτες, και τότε η νεαρή γιατρός θα αποφασίσει να τις βοηθήσει παρά την εχθρική στάση της αυστηρής ηγουμένης και το φόβο και τη ντροπή των ίδιων των μοναχών μπροστά στον κίνδυνο της δημόσιας ατίμωσης σε περίπτωση που αποκαλυφθεί το μυστικό τους.
Εμπνευσμένη από την πραγματική ιστορία της Γαλλίδας γιατρού Μαντλέν Πολιάκ, η Αν Φοντέν χρησιμοποιεί, στην πιο ολοκληρωμένη και ουσιαστική ταινία της άνισης καριέρας της (από το πιο πρόσφατο «Gemma Bovery» μέχρι το παλιότερο «Nathalie...» και το «Coco Avant Chanel»), την ιστορία της δικής της ηρωίδας Ματίλντ ως αφετηρία για να θέσει πολλαπλά ερωτήματα γύρω από τις έννοιες της πίστης και της αφοσίωσης στο θεό και το (συν)άνθρωπο. Η πρωταγωνίστρια είναι μια άθεη αριστερή επιστήμονας, εκπρόσωπος του δυτικού ορθολογισμού, που θα έρθει αντιμέτωπη όχι μόνο με τη φρίκη των συνεπειών ενός πολέμου, στον οποίο οι γυναίκες και τα παιδιά είναι εξ ορισμού τα άμαχα θύματα, αλλά και του αυστηρού ηθικού κώδικα του καθολικού τάγματος, τα μέλη του οποίου προτιμούν να ζήσουν μέσα στη σιωπή και την ενοχή, σε μια ζωή που δεν τους ανήκει, όπως χαρακτηριστικά θα πει η ηγουμένη, μια ζωή κυριολεκτικά και μεταφορικά εγκλωβισμένη πίσω τους τοίχους του μοναστηριού.
Από το πρώτο πλάνο, στο οποίο μια απεγνωσμένη γυναικεία κραυγή διακόπτει τις ψαλμωδίες μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό και σχεδόν γοτθικό περιβάλλον, η ταινία δίνει τον τόνο για την ασφυκτική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία θα κινηθεί. Σ’ έναν χώρο γεμάτο ένοχες σιωπές και μυστικά, το ελάχιστο, χειμωνιάτικο φως δίνει όψεις φλαμανδικού πίνακα στα πρόσωπα των μοναχών που δίνουν την αίσθηση ότι κουβαλούν όλο το βάρος της θηριωδίας ενός πολέμου που γι’ αυτές ουδέποτε σταμάτησε, αντιθέτως κουβαλούν τις τραγικές επιπτώσεις του μέσα στο ίδιο τους το σώμα. Σ’ αυτή την ζοφερή αίσθηση συμβάλλουν τα μέγιστα οι έξοχες φωτοσκιάσεις της διευθύντριας φωτογραφίας Καρολίν Σαμπετιέ σε συνδυασμό με τα μπεργκμανικά κοντινά πλάνα στα γεμάτα αμφιβολίες κι εσωτερικές μάχες πρόσωπα.
Η Λου ντε Λάαζ ηγείται ενός εξαιρετικού γυναικείου καστ κι επιβεβαιώνει με την εύθραυστη ερμηνεία της στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Ματίλντ γιατί θεωρείται μια από τις ταχύτερα ανερχόμενες ηθοποιούς του γαλλικού σινεμά, καθώς καταφέρνει να μεταδώσει την ανθρωπιά του χαρακτήρα που υποδύεται, αλλά και την βαθύτερη αίσθηση του καθήκοντος προσφοράς και αλληλεγγύης στο συνάνθρωπο. Την παράσταση όμως κλέβει η γνωστή από το ρόλο της εισαγγελέα στο Ιda, Αγκάτα Κουλέζκα, η οποία σε άλλη μια μεγαλειώδη ερμηνεία στο ρόλο της σκληρής και άτεγκτης Ηγουμένης, χρησιμοποεί με δωρική ακρίβεια όλα τα ερμηνευτικά της μέσα και δίνει στον χαρακτήρα της διαστάσεις ηρωίδας αρχαίας τραγωδίας. Αντίθετα, η παρουσία του Βενσάν Μακέιν στον μοναδικό μέσα στο γυναικείο σύμπαν της ταινίας αντρικό ρόλο του κυνικού Εβραίου γιατρού που θα βοηθήσει την Ματίλντ και θα συνδεθεί αισθηματικά μαζί της, περισσότερο αποσυντονίζει το ρυθμό της ταινίας, παρά λειτουργεί αντιστικτικά ως το ρεαλιστικό και γήινο αντίβαρό της.
Η ουμανιστική κορύφωση του τέλους υπό τους ήχους του πάντα συγκλονιστικού «On the nature of daylight» του Μαξ Ρίχτερ ενδεχομένως να φανεί σε κάποιους ως ένα εύκολο και βολικό happily ever after που στρογγυλεύει υπεραπλουστευτικά κι απογοητευτικά τις αιχμές της ταινίας, όσο όμως κι αν την κάνει λιγότερο αξιομνημόνευτη, ενώ θα μπορούσε να είναι πραγματικά σπουδαία, δεν παύει να είναι συνεπής ως προς την πραγματική έκβαση των γεγονότων, αλλά κυρίως ως προς το αισίοδοξο τελικά μήνυμα ότι η αγάπη και η προσφορά μπορούν καμιά φορά να νικήσουν. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι παρά το βαρύ θέμα της η ταινία της Αν Φοντέν κέρδισε το βραβείο κοινού στο τελευταίο, 18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου. Εχουμε πάντα ανάγκη από ιστορίες στις οποίες το φως νικάει το σκοτάδι και οι «Ενοχή των Αθώων» είναι μία από αυτές.