Η γαλλική κωμωδία είναι ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο κινηματογραφικό (υπο)είδος με αρκετούς φίλους και ομολογουμένως περισσότερους εχθρούς, σίγουρα όχι για όλα τα γούστα και σίγουρα περισσότερο για εσωτερική κατανάλωση από το εγχώριο κοινό παρά για διεθνή εμπορική επιτυχία, πολλώ δε μάλλον καλλιτεχνική. Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις (που επιβεβαιώνουν, άλλωστε, τον κανόνα), μία από τις πιο χαρακτηριστικές όμως εξ αυτών είναι οι κωμωδίες στις οποίες πρωταγωνίστησε ο Λουί ντε Φινές, ο σημαντικότερος μάλλον μεταπολεμικός Γάλλος κωμικός, ο οποίος μεσουράνησε επί τρεις δεκαετίες μέχρι τον ξαφνικό θάνατό του από καρδιακή προσβολή το 1983.
Ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα μας, γαλούχησε γενιές και γενιές θεατών, τόσο στα σινεμά, όσο και στην τηλεόραση, η δε προσφώνηση «ο Βέγγος της Γαλλίας» είναι ενδεικτική τόσο της αγάπης που του έτρεφε κάποτε το ελληνικό κοινό, όσο και του είδους του χιούμορ που υπηρετούσε, ένα χιούμορ φαρσικό και ντελιριακό, με εντονη σωματικότητα, αλλά και χειμαρρώδη λόγο.
Ενα τυπικό δείγμα της δουλειάς του άγνωστου στις νεότερες γενιές και μάλλον ξεχασμένου πλέον, αλλά ακόμα αγαπημένου από τις παλαιότερες, ηθοποιού είναι το «Les Grande Vacances» με τον αυτοαναφορικό ελληνικό τίτλο «Οι Ασύλληπτες Διακοπές του Λουί ντε Φινές» του 1967, η κυκλοφορία του οποίου στα θερινά σινεμά αυτή τη βδομάδα φιλοδοξεί να μας επιστρέψει σε μέρες πιο αθώες και ανέμελες και σε ένα είδος σινεμά πιο λαϊκό και σίγουρα λιγότερο απαιτητικό από τις συνήθειες επανεκδόσεις του καλοκαιριού.
Τι έχει απομείνει από μια λησμονημένη ταινία που κουβαλάει 50 χρόνια στους ώμους της; Πέρα από την χαρισματική παρουσία του Γάλλου κωμικού ελάχιστα πράγματα, αρκετά όμως για μιάμιση ξέγνοιαστη κι ευχάριστη ώρα.
Ο Λουί ντε Φινές υποδύεται τον Σαρλ Μποσκιέ, τον αυταρχικότατο διευθυντή ενός αυστηρού γαλλικού οικοτροφείου που ανακαλύπτει έξαλλος ότι ο γιος του, Φιλίπ, έχει αποτύχει σε όλα τα μαθήματά του παταγωδώς. Δεν του μένει άλλη λύση από το να τον στείλει με ένα πρόγραμμα ανταλλαγής σπουδαστών για μετεκπαίδευση στην Αγγλία και να δεχθεί την Σίρλεϊ, κόρη ενός πλούσιου παραγωγού ουΐσκι, στη θέση του. Ο άτακτος Φιλίπ όμως έχει άλλα σχέδια. Έτσι στέλνει στη θέση του τον Μισονέ, ένα ευτραφή συμμαθητή του κι εκείνος φεύγει για καλοκαιρινές διακοπές σε ένα γιοτ, με τους φίλους του. Συμπτωματικά θα γνωρίσει την Σίρλεϊ , τα δυο παιδιά θα ερωτευθούν, ο Μποσκιέ θα τους ανακαλύψει, και θα αναγκαστεί να τους ακολουθήσει κρυφά στην Σκοτία προσπαθώντας να ακυρώσει τα σχέδια τους και να πείσει τον ατίθασο γιο του να γυρίσει πίσω.
Οι παρεξηγήσεις ταυτοτήτων οδήγησαν κάποτε το γαλλικό πνεύμα σε μερικές από τις πιο λαμπρές εκφάνσεις του με τις κωμωδίες του Μαριβό και του Μολιέρου, εδώ όμως σίγουρα δεν είναι αυτή η περίπτωση, καθώς οι ντελιριακές καταστάσεις στις οποίες εμπλέκεται ο Γάλλος κωμικός ρέπουν απροκάλυπτα προς το φαρσικό, ενώ η υπερβολή κι η καρικατούρα, σήματα κατεθέντα του Φινές άλλωστε, είναι ανεξέλεγκτες και οδηγούν την ταινία στην υστερία και την αμετροέπεια. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι ο θεατής δε γελάει, κάθε άλλο, η μονοδιάστατη όμως κωμικότητα στερεί από την ταινία την όποια διαχρονικότητα ή καλλιτεχνική αξία.
Υπάρχει, ωστόσο, κάτι αναμφίβολα απολαυστικό και λαϊκό (με την καλή πάντα έννοια) στην ταινία του Ζαν Ζιρό, με τον οποίο ο Λουί ντε Φινές συνεργάστηκε δώδεκα συνολικά φορές, με πιο γνωστή την εξαλογία του Χωροφύλακα του Σεν Τροπέ. Σε μια εποχή που το χιούμορ έχει γίνει υπερβολικά κυνικό και χοντροκομμένο οι Ασύλληπτες Διακοπές του Λουί ντε Φινές είναι σχεδόν μια ρομαντική εμπειρία κι ένα ταξίδι στο χρόνο από αυτά που μόνο μια επίσκεψη στο θερινό σινεμά μπορεί να προσφέρει.