Οι Ρέτζι και Ρόνι Κρέι ήταν οι πιο διαβόητοι γκάνγκστερς στο Λονδίνο της δεκαετίας του 60. Δίδυμα αδέλφια, αλλά πολύ διαφορετικά μεταξύ τους: ο Ρόνι πιο σιωπηλός, μονοκόματος, στα όρια ψυχοπαθής, ενώ ο Ρέτζι ήταν πιο γοητευτικός, διπλωματικός, αλλά επίσης παρορμητικά βίαιος. Οι δυο τους δέσποζαν στις γειτονιές και τα μαγαζιά του East End, χτίζοντας τη δόξα και την υστεροφημία τους μέσα από τον τρόμο και το αίμα. Σήμερα αποτελούν παράξενες εμβληματικές φιγούρες μίας σκοτεινής, διεφθαρμένης περιόδου της Αγγλίας, καθώς η επιρροή τους αποκαλύφθηκε ότι έφτανε μέχρι τα ανώτερα πολιτικά κλιμάκια του συστήματος. Ακόμα και οι Monty Python τους έχουν αποτυπώσει με σαρκασμό και ανατριχίλες: οι αδελφοί Κρέι κρύβονται πίσω από το σκετς των «Αδελφών Piranha» τους.

Οι φανς των Spandau Ballet μπορεί να θυμούνται και μία άλλη κινηματογραφική βιογραφία του μαφιόζικου διδύμου: το 1990 το «The Krays» του Πίτερ Μέντακ είχε ως πρωταγωνιστές τα αδέλφια του διάσημου ποπ συγκροτήματος, Γκάρι και Μάρτιν Κεμπ. Σήμερα η ταινία μοιάζει ξεπερασμένη στη φόρμα της, όμως είχε καταφέρει να εξηγήσει τη ρίζα του κακού, ζουμάροντας στη «Βάιολετ Κρέι», τη σκληρή, παγερή μητέρα τους (εξαιρετική στο ρόλο η Μπίλι Γουάιτλο, η μούσα του Σάμιουελ Μπέκετ).

Εδώ, ο Μπράιαν Χέλγκελαντ, ο οσκαρικός σεναριογράφος του «Λος Αντζελες: Εμπιστευτικό» και του «Σκοτεινού Ποταμιού» του Κλιντ Ιστγουντ (o οποίος έχει σκηνοθετήσει επίσης ενδιαφέρουσες δουλειές όπως το «A Knight's Tale» με τον Χιθ Λέτζερ και το «Payback» με τον Μελ Γκίμπσον) αποφασίζει να προσφέρει τη δική του ανάγνωση στην cult ιστορία τους. Και το κάνει με κινηματογραφικές αναφορές στο κλασικό γκανγκστερικό genre (από τα «Καλά Παιδιά», μέχρι τον «Σημαδεμένο» ή το «White Heat»), με στιλ και αισθητική στην λεπτομέρεια αναπαραγωγής του swinging London (ειδικά το soundtrack ξεχειλίζει από την ποπ αθωότητα της εποχής) και «cheeky» βρετανικό χιούμορ.

To αποτέλεσμα είναι διασκεδαστικό κι ευχάριστο. Δυστυχώς όμως, το νήμα που θα έπρεπε να μας τραβάει όλο και βαθύτερα στην εξερεύνηση των δύο αυτών προσωπικοτήτων, να μας εμπλέκει στο δαιδαλώδη λαβύρινθο της δράσης τους, της εποχής τους, της βρετανικής διαφθοράς, αποδεικνύεται ισχνό. Η ταινία δεν ξεπερνά την ποπ επιδερμίδα της, δεν σε πιάνει από το στομάχι, δεν την νιώθεις. Τη χαζεύεις. Εδώ καταλαβαίνεις πώς χρειάζεται ένας Σκορσέζε για να ανατρέψει το καρτουνίστικο χιούμορ σε καθαρόαιμο τρόμο. Να σε ψυχαγωγήσει από την μία με τη στιλιζαρισμένη εικόνα μίας άλλης γοητευτικής εποχής, αλλά ταυτόχρονα να σου παγώσει το αίμα με την άμεση βία της και τη σοβαρότητα των προθέσεών του. Δυστυχώς ο Χέλγκελαντ δεν τα καταφέρνει - όχι μόνο στο Σκορσεζικό του στόχο, αλλά ούτε και σε έναν ενδιαφέροντα κλώνο του (οι Γκάι Ρίτσι και Νίκολας Ρεφν, για παράδειγμα, έχουν δώσει στην καρτουνίστικη αυτή αισθητική περισσότερο βάθος).

Η ταινία όμως σώζεται γιατί κρύβει έναν άσσο στο μανίκι της. Ή μάλλον δύο. Ο Τομ Χάρντι αναλαμβάνει να παίξει και τους δύο αδελφούς σε ένα πραγματικό ρεσιτάλ αντιθέσεων και μελετημένης στη λεπτομέρειά της ερμηνείας. Από τη στάση του σώματός του, το βηματισμό και την κινησιολογία του, μέχρι τις εκφράσεις, το βλέμμα και το ρυθμό της φωνής του, αποτυπώνει τη διαφορετικότητα, αλλά και την κοινή ρίζα οργής των αδελφών Κρέι με μία tour-de-force επίδοση. Εκείνος έχει το ειδικό βάρος και το δαιμονισμένο ταλέντο να μεταμορφώνει, με μία του ματιά, το καρτουνίστικο σε μεστό, το στιλ σε ουσία, την επιφανειακή εξιστόρηση σε κάτι ανείπωτο, μυστηριώδες κι επικίνδυνο.

Εχει αποδείξει πλέον ότι είναι ένας συγκλονιστικός ηθοποιός, πολλαπλών διαστάσεων. Φανταστείτε λοιπόν να τον έχετε διπλό στην οθόνη. Η ταινία θα ήταν ένα πραγματικό, αυτόματα κλασικό, αριστούργημα αν και ο σκηνοθετικός άξονας είχε την ίδια στιβαρότητα κι ωστική δύναμη με τον πρωταγωνιστή της.