Για όσους γνωρίζουν τις παραγωγές του ιαπωνικού Στούντιο Γκίμπλι, η φιγούρα του Τότορο είναι γνώριμη στην έναρξη κάθε ταινίας. Εδώ για πρώτη φορά το λογότυπο του στούντιο παρουσιάζεται σε κόκκινο φόντο, αντί του γνώριμου γαλάζιου, όχι μόνο για να τιμήσει το χρώμα του τίτλου, αλλά και γιατί η ταινία σηματοδοτεί μία πρωτιά, καθώς είναι η πρώτη μεγάλου μήκους διεθνής συμπαραγωγή του στούντιο με γαλλικά κεφάλαια, σκηνοθετημένη από Ευρωπαίο, Ολλανδό για την ακρίβεια, δημιουργό.

Ο Μίκαελ Ντουντόκ Ντε Βιτ προκάλεσε αίσθηση πριν από δύο δεκαετίες με τα δύο αριστουργηματικά μικρού μήκους animation του, το «Le Moine et le Poisson» του 1995 και το «Father and Daughter» του 2001. Και τα δύο βρέθηκαν υποψήφια για το Οσκαρ της κατηγορίας, με το δεύτερο να κερδίζει μάλιστα το χρυσό αγαλματίδιο, εκτός των διακρίσεων και των περγαμηνών τους, όμως, κέντρισαν το ενδιαφέρον του θρυλικού επικεφαλής του Στούντιο Γκίμπλι Χαγιάο Μιγιαζάκι, ο οποίος όχι μόνο βρήκε εκλεκτικές συγγένεις με τις δικές του λυρικές δημιουργίες, αλλά πρότεινε στο σκηνοθέτη να συνεργαστεί με το στούντιο, παρέχοντάς του μάλιστα απόλυτα καλλιεχνική και δημιουργική ελευθερία. Το αποτέλεσμα ήταν η πιο περίεργη ταινία στην ιστορία του στούντιο.

Από την εκπληκτική σε σχέδιο και ένταση εναρκτήρια σκηνή της καταιγίδας, όπου ανάμεσα στα θηριώδη κύματα ξεπροβάλει το κεφάλι του ανώνυμου πρωταγωνιστή-ναυαγού που παλεύει με την άγρια θάλασσα, η ταινία θέτει τον άξονα πάνω στον οποίο θα κινηθεί θεματικά : ο άνθρωπος αντιμέτωπος με τη φύση, σε όλη της την αγριότητα και ομορφιά. Στο ερημικό νησί που θα ξεβραστεί ο πρωταγωνιστής θα προσπαθήσει να επιβιώσει αποκομμένος από κάθε ίχνος πολιτισμού. Με μοναδική παρέα μια ομάδα καβουριών και μερικές νεογέννητες χελώνες στην πορεία τους προς τη θάλασσα, ο ανώνυμος ναυαγός θα προσπαθήσει πολλές φορές να εγκαταλείψει ανεπιτυχώς το νησί, φτιάχνοντας αυτοσχέδιες σχεδίες, οι οποίες θα ανατρέπονται μυστηριωδώς από ένα μυστήριο πλάσμα, που θα αποκαλυφθεί πως είναι μια τεράστια κόκκινη χελώνα. Οταν πετύχει μια μέρα τη χελώνα κοντά στην ακτή, θα πάρει την εκδίκησή του, μια μεγάλη όμως έκπληξη θα τον περιμένει την επόμενη μέρα.

Τη συνέχεια δε θα την αποκαλύψουμε γιατί δε θέλουμε να χαλάσουμε τη συγκίνηση και τις διαρκείς εκπλήξεις που προσφέρει απλόχερα η ταινία, ένα οπτικό ποίημα ανείπωτης ομορφιάς και αλληγορικής σοφίας για το μεγαλείο της φύσης και τη μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου μέσα σ’ αυτή.

Συνδυάζοντας το παραδοσιακό σχέδιο με το computer animation και την καθαρή γραμμή του γαλλικού κινουμένου σχεδίου με την πιο περίτεχνη ιαπωνική τεχνοτροπία (ο συνιδρυτης του Γκίμπλι Ισάο Τακαχάτα ήταν καλλιτεχνικός παραγωγός και σύμβουλος στην ταινία), η «Κόκκινη Χελώνα» είναι ο ιδανικός συγκερασμός Ανατολής και Δύσης, ένα πάντρεμα δύο ολότελα διαφορετικών κοσμοθεωριών που ενώνονται σε ένα ενιαίο και ομοιόμορφο σύνολο: από τη μια μεριά ο ορθολογισμός και η μάχη του ανθρώπου να τιθασεύσει τα στοιχεία της φύσης που τον υπερβαίνουν, απο την άλλη το συναίσθημα, το ένστικτο και η παραδοχή της υποταγής σε κάτι που ξεπερνά το ανθρώπινο μέτρο

Χωρίς λόγια, τα οποία θα ήταν άλλωστε περιττά, και χωρίς αφηγηματικά τεχνάσματα, όπως ο Γουίλσον στον «Ναυαγό» του Ζεμέκις, αλλά με τους ήχους της θάλασας και του αέρα κι ένα αριστουργηματικό score από τον Λοράν Πέρεζ Ντελ Μαρ για τις πιο απογειωτικές αισθητικά και συγκινησιακά σκηνές, η «Κόκκινη Χελώνα» είναι η ιστορία του Ρονβινσώνα Κρούσου, όπως θα την αποτύπωνε ένα χαϊκού. Σε μια εποχή όπου τα πάντα εξηγούνται υπερβολικά και φορτώνονται με αναφορές και διακειμενικότητα για να αποκτήσουν βάθος, η ταινία του Ντε Βιτ επαναφέρει τη λησμονημένη σοφία της απλότητας και προσφέρει τη μαγεία ενός έργου τέχνης, προσβάσιμου τόσο σε μεγάλους, όσο και σε παιδιά, που θα έχουν την υπομονή να το ανακαλύψουν.