Ο Λουί είναι ένας πλούσιος ιδιοκτήτης καπνοφυτειών στο τροπικό νησί Ρεουνιόν. Αποφασίζει να παντρευτεί δι’ αλληλογραφίας τη Ζουλί. Η γυναίκα όμως που εμφανίζεται είναι διαφορετική από εκείνη της φωτογραφίας. Ο Λουί δεν πτοείται και τελικά την παντρεύεται. Σύντομα, η γυναίκα θα εξαφανιστεί παίρνοντας μαζί της και τα χρήματα του Λουί. Οι έρευνες των ιδιωτικών ντετέκτιβ δεν έχουν αποτέλεσμα κι έτσι ο Λουί αποφασίζει να την αναζητήσει ο ίδιος. Οταν την συναντήσει θα ανακαλύψει πόσο ερωτευμένος είναι μαζί της...

Ο Φρανσουά Τριφό δεν κρύβει τις αναφορές του. Δεν το έκανε ποτέ και περισσότερο από κάθε άλλη ταινία του, στην υποτιμημένη στην εποχή της «Σειρήνα του Μισσισιπή» κάνει τα πάντα για να τις τονίσει ακόμη περισσότερο, σαν να θέλει να προτάξει τον σινεφίλ πριν από τον δημιουργό ή σαν ο μοναδικός λόγος για τον οποίο έκανε ανέκαθεν σινεμά να ήταν από αγάπη γι’ αυτό.

Με μια αφιέρωση στον Ζαν Ρενουάρ (τον σκηνοθέτη που ο Τριφό αγάπησε περισσότερο απ’ όλους) στους τίτλους της αρχής, μοιάζει ωστόσο παράξενο πως τουλάχιστον για το πρώτο μέρος του φιλμ όλα θυμίζουν Χίτσκοκ – από το πρωτότυπο υλικό βασισμένο σε βιβλίο του Κόρνελ Γούλριτς, το χτένισμα της Κατρίν Ντενέβ μέχρι το φυλακισμένο καναρίνι που θα πεθάνει και από τις παράξενες γωνίες λήψεις μέχρι το σασπένς που κορυφώνεται μέσα από μικρές πράξεις τρόμου. Για να μην αναφερθεί κανείς στις ευθείες αναφορές στο «Μάρνι» και το «Δεσμώτη του Ιλίγγου», όπως στο παρελθόν της Ζουλί, την διπλή της ταυτότητα, το παιδικό τραύμα που την κάνει να παγώνει ακόμη και όταν ομολογεί με κάθε της σπιθαμή πάθους πως είναι ερωτευμένη και αντίστοιχα έναν Λουί – άντρα κυνηγό που θα βρεθεί κυνηγημένος, κυνηγώντας πριν απ’ όλους την αγάπη ακόμη κι όταν αυτή είναι τόση που μπορεί να τον σκοτώσει.

Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο ο Φρανσουά Τριφό διασχίζει όλη την αχαρτογράφητη διαδρομή ανάμεσα στο σινεμά του Χίτσκοκ και αυτό του Ζαν Ρενουάρ μπαίνοντας στο δεύτερο μέρος, είναι ο ίδιος με τον οποίο μέσα από ένα φαινομενικό φιλμ νουάρ γεννιέται σκηνή με τη σκηνή ένα μελόδραμα από εκείνα που κάνουν μια ερωτική ιστορία να μοιάζει σχεδόν αδύνατη να κινηματογραφηθεί με συμβατικούς όρους.

Τα σύμβολα είναι καθαρά, είτε αυτά είναι μια femme fatale που δεν μπορείς να καταλάβεις ποτέ αν λέει την αλήθεια, είτε η διαρκής αίσθηση μιας δίνης που εγκυμονεί την απειλή σε ένα ανθρωποκυνηγητό που ακολουθεί νομοτελειακά την πορεία δύο φυγάδων προς την τιμωρία.

Μόνο που ο Τριφό μοιάζει να αδιαφορεί – όπως και οι ήρωές του – για τις συμβάσεις που διαφορετικά θα τον κρατούσαν δέσμιο ενός τυπικού policier. Πίσω από τα κινηματογραφικά είδη που αναμειγνύει, πίσω ακόμη και από την technicolor φαντασμαγορία που κάνει τη «Σειρήνα του Μισσισιπή» να μοιάζει φαινομενικά με ένα στα όρια του φτηνού ρομάντζου κοσμοπολίτικο love story, πίσω από την Yves Saint Laurent απαστράπτουσα γκαρνταρόμπα της Κατρίν Ντενέβ και την αφοπλιστική παιδικότητα ανέκαθεν στο πρόσωπο του Μπελμοντό, αναδύεται σχεδόν χωρίς να το αντιληφθείς κάτι πιο σκοτεινό, πιο διεστραμμένο, μια ιστορία που ασφυκτιά από πάθος και προσπαθεί να βρει τους δικούς της νόμους για να επιβιώσει σε ένα εξαρχής δικό της κινηματογραφικό είδος.

Δεν είναι μόνο η τροπή που παίρνει η υπόθεση μετά το πρώτο μέρος, όταν ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι πως βρίσκεσαι ενώπιον μιας ερωτικής ιστορίας που έρχεται κατευθείαν από την εποχή του ρομαντισμού, μελαγχολική και καταραμένη όσο οφείλουν να είναι πάντοτε οι εραστές που αψηφούν τον υπόλοιπο κόσμο αλλά και τις σταθερές ενός έρωτα για να τον ζήσουν σε όλο του το μέγεθος χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συνέπειες. Ούτε η nouvelle vague που ξαφνικά εισβάλλει από παντού – θυμίζοντας την ξέφρενη αυθάδεια του «Τρελού Πιερό» και κάτι από το σινεμά του Νίκολας Ρέι, το «Johnny Guitar» του οποιού θα ξετρελάνει το ζευγάρι των ηρώων επειδή δεν «είναι ένα γουέστερν σαν όλα τα άλλα». Ούτε φυσικά το μοτίβο που αργότερα θα επανέλθει στην «Γυναίκα της Διπλανής Πόρτας» για την αγάπη που «είναι, αλλά δεν μπορεί» και την έλξη που γίνεται εμμονή πριν ακόμη μπορεί να ονομαστεί έρωτας.

Για τον Τριφό ο Λουί και η Ζουλί είναι δυο άγρια παιδιά που τρέχουν με ένα (φυσικά) κόκκινο καμπριολέ στην απέραντη λεωφόρο μιας καταδικής τους ταινίας, κυνηγημένοι πρώτα απ’ όλα από τον εαυτό τους και σε έναν κόσμο που το πραγματικό έγκλημα είναι η μοναξιά και το ωραιότερο παιχνίδι η ελευθερία του να είσαι μαζί, ακόμη και όταν δεν μπορείς να εμπιστευτείς τον άλλον. Ο έρωτας τους είναι κάτι που πονάει (γιατί έτσι είναι ο έρωτας) και βρίσκεται διαρκώς υπό αίρεση, με τις προθέσεις τους να μην είναι ποτέ ξεκάθαρες, παρά μόνο όταν κλείνουν κάθε δίοδο στον έξω κόσμο και ανταλάσσουν ερωτικά λόγια και παιχνίδια κλεισμένοι στο εσωτερικό των αυτοσχέδιων καταφυγίων που θα ονομάσουν σπίτι τους. Μετέωροι συχνά ανάμεσα σε κάτι που μοιάζει με παραμύθι και φαντασία και σε μια πραγματικότητα που θα τους θυμίζει πάντοτε το «εφήμερο» που ο Λουί θα κατηγορήσει τη Ζουλί ότι έφερε στη ζωή του.

Στο σύμπαν μιας ταινίας που δεν θα μπορούσε παρά να είναι καταδικασμένη από την εγκληματική ομορφιά της Κατρίν Ντενέβ και του Ζαν Πολ Μπελμοντό, η πραγματική ομορφιά βρίσκεται στο πόσο πολύ ο Τριφό αγαπάει τους ήρωές του (ναι, με τον τρόπο του Ρενουάρ), τόσο που μοιάζει διατεθειμένος συνεχώς και με θρασύτητα να τους δίνει ξανά και ξανά την ευκαιρία να μείνουν μαζί, ακυρώνοντας ακόμη και τις ίδιες του τις αναφορές, ακόμη και τα κάδρα του, ακόμη και τη διαρκή έκπληξη του θεατή απέναντι σε μια αταξινόμητη ερωτική ιστορία που προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβιώσει στην πραγματική ζωή και να μην τιμωρηθεί επειδή υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να συμβεί μόνο στο σινεμά.