«Οι λαοί δεν μπορούν να επιβίωσουν χωρίς ιστορία. Η ιστορία είναι η μνήμη των λαών. Κατανοώντας τη κατανοούμε τον κόσμο.»
Με αυτά τα λόγια υποδέχεται τους μαθητές της στο πρώτο μάθημα τη σχολικής χρονιάς η Αλίσια Ιμπάνες, καθηγήτρια Ιστορίας σε λύκειο της Αργεντινής, το 1983, τη χρονιά που έληξε η επταετής χούντα στη χώρα, γνωστή κι ως Βρώμικος Πόλεμος. Η ίδια είναι μια βολεμένη μεγαλοαστή, παντρεμένη με έναν πλούσιο κι επιτυχημένο επιχειρηματία με θολές και ύποπτες διασυνδέσεις με ανώτερα κυβερνητικά στελέχη. Η προηγούμενη επταετία ελάχιστα την άγγιξε, καθώς ζει ευτυχισμένη με το σύζυγο και την υιοθετημένη κόρη τους, την πεντάχρονη Γκάμπι, ενώ αναλώνεται σε ανώδυνες κοινωνικές συναστροφές, όπου η πολιτική και το παρελθόν δεν έχουν καμία θέση. Κατά τη διάρκεια μιας επανασύνδεσης με τις φίλες της, θα συναντήσει τυχαία κι αναπάντεχα την εδώ και καιρό εξαφανισμένη Αννα, η οποία εγκατέλειψε τη χώρα μετά την άνοδο του στρατιωτικού καθεστώτος. Από τη φίλη της θα μάθει έντρομη, όχι μόνο για τους βασανισμούς που εκείνη υπέστη από το καθεστώς αλλά και για τα δεκάδες μωρά από μητέρες κρατούμενες που δόθηκαν για υιοθεσία χωρίς φυσικά να ερωτηθούν ποτέ οι οικογένειές τους. Εκεί ο κόσμος της Αλίσια θα καταρρεύσει, καθώς οι αμφιβολίες και οι ενοχές ως προς την καταγωγή της ίδιας της της κόρης θα την κάνουν να αναθεωρήσει, αλλά και να συνειδητοποιήσει το πραγματικό νόημα των όσων έλεγε στους μαθητές της.
Τριάντα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία της και σαράντα μετά την επιβολή της στρατιωτικής χούντας στην Αργεντινή, η «Επίσημη Ιστορία» του Λουίς Πουένσο προβλήθηκε ως «classic» στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών κι επαναπροβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας από σήμερα σε πλήρως αποκατεστημένη 4Κ κόπια, για να συστήσει σε μια νέα γενιά θεατών, αλλά και για να θυμίσει στις παλαιότερες, μια από τις πιο εμβληματικές πολιτικές ταινίες των 80s, η οποία κέρδισε, μεταξύ πολλών άλλων, το Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στις Κάννες το 1985 για την συγκλονιστική Νόρμα Αλεάντρο στον πρωταγωνιστικό ρόλο και το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1986 (το πρώτο της Αργεντινής).
Στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας οι μαθητές και οι καθηγητές του σχολείου της Αλίσια τραγουδούν μέσα στη βροχή τον εθνικό ύμνο της Αργεντινής για την ισότητα και την ελευθερία των κατοίκων της χώρας και μέσα στα επόμενα εκατό λεπτά θα γίνει αντιληπτή στο έπακρο η ειρωνεία, καθώς Αλίσια διδάσκει μεν την επίσημη και θεσμικά παγιωμένη Ιστορία, τους «πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς της χώρας από το 1810», όπως εμφατικά διακηρύσσει στις μαθητές της, αγνοούσε, όμως, ή μάλλον εθελοτυφλούσε μπροστά στις χιλιάδες ιστορίες των συμπολιτών της που δολοφονήθηκαν, βασανίστηκαν κι εξαφανίστηκαν από το καθεστώς, μέχρι τη στιγμή που η Ιστορία έγινε προσωπικό της βίωμα.
Ο Πούενσο κινηματογραφεί αυτή την πορεία της (αυτό)συνειδητοποίησης της ηρωίδας και ολόκληρης της χώρας εστιάζοντας με κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ηθοποιών του και κυρίως σ' αυτό της πρωταγωνίστριας του, Νόρμα Αλεάντρο, η οποία με απόλυτη επιτυχία αποδίδει το πέρασμα από τον εφησυχασμό στην αμφιβολία. Ταυτόχρονα παραδίδει μια αποκαλύπτικη τοιχογραφία της αργεντίνικης κοινωνίας της περιόδου: οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις βαυκαλίζονται και ακκίζονται χωρίς ίχνος ενοχής για το βρώμικο παρελθόν, στους δρόμους επικρατεί ένα εκρηκτικό κλίμα με πορείες και διαμαρτυρίες για τους πάνω από 30.000 εξαφανισμένους, στης δημόσιες υπηρεσίες κανείς δε γνωρίζει το οτιδήποτε για την τύχη των αγνοούμενων παιδιών, ενώ στο σχολείο αντιστρέφονται οι ρόλοι και είναι οι μαθητές τελικά, επιζώντες μάρτυρες άλλωστε των γεγονότων, που θα κάνουν το ουσιαστικό μάθημα της Ιστορίας στη δασκάλα τους. «Η Ιστορία γράφεται από τους δολοφόνους», όπως θα πει κι ένας μαθητής της Αλίσια, λίγο πριν καταρρεύσει ο κόσμος της.
Συνδυάζοντας αριστοτεχνικά το συλλογικό τραύμα με το ατομικό, η «Επίσημη Ιστορία» του Λουίς Πουένσο (ενός σκηνοθέτη που δεν κατάφερε με τις επόμενες ταινίες του να φτάσει στα ίδια δημιουργικά επίπεδα), όχι μόνο παραμένει διαχρονικά επίκαιρη ακόμα και σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, αλλά καθίσταται επιτακτική ως ένα μάθημα για τη σημασία που έχουν τόσο η κατανόηση του παρελθόντος προκειμένου να αποφευχθούν τα ίδια λάθη και στο μέλλον, όσο και η γνώση κι η κατάκτηση της αλήθειας, ακόμη και με τίμημα τον επιφανειακό εφησυχασμό. Η τελική σκηνή της ταινίας, άλλωστε, την οποία δε θα αποκαλύψουμε και η οποία λειτουργεί ποικιλοτρόπως αντιστικτικά με την εναρκτήρια, καλύπτει και εκμηδενίζει την όποια απόσταση υπάρχει ανάμεσα στην Ιστορία και στην ιστορία.