Ηδη από τα πρώτα λεπτά της «Οικονομίας ενός Ζευγαριού» - όπως είναι ο εξαιρετικά εύστοχος γαλλικός τίτλος της ταινίας, ο Βέλγος Γιοακίμ Λαφός θέτει τα (στενά) όρια μέσα στα οποία θα κινηθούν οι ήρωες αυτής της ιστορίας, η Μαρί δηλαδή και ο Μπορίς, ένα ζευγάρι παντρεμένο για 15 χρόνια που τώρα χωρίζει και όμως για λόγους που μόνο η νέα εποχή θα μπορούσε να επιβάλλει πρέπει να μάθει να συμβιώνει... από την αρχή.
Το υπέροχο σπίτι στο οποίο μένουν μαζί με τα δυο τους παιδιά, ανήκει στη Μαρί, αλλά ο Μπορίς αρνείται να εγκαταλείψει τη συζυγική εστία αφού η ανακαίνιση που έκανε ο ίδιος στο σπίτι έχει ανεβάσει την αξία του και έτσι απαιτεί το μερίδιό του από την κοινή περιουσία. Ταυτόχρονα, είναι ο ένας από τους δύο που δεν θέλει να χωρίσει ή, τουλάχιστον, θα εδινε σίγουρα μια δεύτερη ευκαιρία σε αυτή τη σχέση.
Η Μαρί αρνείται να ακολουθήσει το σκεπτικό του, αλλά δεν έχει πολλές επιλογές. Προσπαθεί να μην είναι επιθετική, άλλοτε το καταφέρνει, άλλοτε όχι. Η προσπάθειά της να θέσει όρους σε αυτή τη συμβίωση, όμως δεν έχει να κάνει μόνο με τη σχέση της – έχει να κάνει και με τη δική της χειραφέτηση ως εργαζόμενη γυναίκα και μητέρα. Ο Μπορίς είναι πιο χαλαρός. Μπλεγμένος με δανεικά χρήματα και υπέροχος πατέρας, δεν κοιτάζει τους τύπους, αλλά την κάθε στιγμή.
Αναμεσά τους, δύο παιδιά, καταλαβαίνουν όλα όσα συμβαίνουν, αλλά δεν είναι εύκολο να αντιληφθούν πως δύο άνθρωποι που αγαπήθηκαν κάποτε τόσο πολύ μπορεί τώρα να είναι κάτι σαν δύο εχθροί.
Ο Γιοακίμ Λαφός (με καλύτερη στιγμή της καριέρας του το υπέροχο «Πέρα από τη Λογική» του 2014) τους κλείνει μέσα στο επίμαχο «σπίτι» και αρχίζει να ανιχνεύει όλα όσα τους χωρίζουν. Αυτό που βρίσκει είναι όλες εκείνες οι αδιόρατες γραμμές που γράφονται πάνω στον καμβά μιας άβολης συνθήκης. Τα θέλω και τα μη ενός χωρισμού που δεν μπορεί να είναι κανονικός και τις διακυμάνσεις μιας συναισθηματικής μεταβατικής περιόδου που δε διαθέτει αρκετά εφόδια για να καταλήξει κάπου με ασφάλεια για όλους τους εμπλεκόμενους.
Είναι μεθοδικός και ταυτόχρονα απέρριτα φυσικός ο τρόπος με τον οποίο κορυφώνεται η ένταση σε κάθε μικρή ή μεγάλη σκηνή που αυτοί οι δύο άνθρωποι θα έρθουν αντιμέτωποι με την κατάσταση μέσα στην οποία αρχίζουν να βυθίζονται. Τα πεισματά τους, οι ενδιασμοί τους, αυτά για τα οποία μετανιώνουν και τα άλλα για τα οποία πρέπει να φανούν δυνατοί τους κάνουν να μοιάζουν όχι με δυο ανθρώπους που χωρίζουν, αλλά με δύο ανθρώπους που προσπαθούν να μάθουν να ζουν μαζί.
Και εκεί είναι όλο το πραγματικό ενδιαφέρον μιας ταινίας που μέσω της «οικονομίας» (και κυριολεκτικής, αφού σε μια από τις δυνατές σκηνές της, το ζευγάρι θα καθίσει και θα αρχίσει να κάνει υπολογισμούς για τη μοιρασιά του σπιτιού) αναδεικνύει τις αποχρώσεις του χωρισμού, ως ένα φινάλε που θα βρίσκει πάντα τους ανθρώπους σε μια απότομη ενηλικίωση.
Με λεπτοδουλεμένες σκηνές (σαν αυτή ενός τραπεζιού στον κήπο στο οποίο ο ανεπιθύμητος Μπορίς θα αποφασίσει να κατατστρέψει) και άλλες που ρέπουν (ευπρόσδεκτα) στο μελοδραματισμό (σαν αυτή με τον αυτοσχέδιο χορό ανάμεσα στο ζευγάρι), ο Λαφός θα κρατήσει τη δράση συγκεντρωμένη μέσα στο σπίτι, θα πριμοδοτήσει (δίκαια) τις στιγμές μοναξιάς της ίσως εδώ για πρώτη φορά τόσο εσωτερικής Μπερενίς Μπεζό – και θα γλιστρήσει και σε επαναλήψεις και σεναριακές παραφωνιές (όπως αυτή λίγο πριν το φινάλε), προκειμένου να μιλήσει με καθαρή γλώσσα για κάτι τόσο γνωστό όσο ένα χωρισμό.
Σε μια ταινία που δεν γίνεται ποτέ μεγαλύτερη από το ταλέντο του δημιουργού ή των ηθοποιών της, πράγμα που χαρακτηρίζει έτσι κι αλλιώς την «οικονομία» της φιλμογραφίας του Λαφός - ενός σκηνοθέτη που με το δικό του τρόπο σε κάνει να ανυπομονείς κάθε φορά για την επόμενη ταινία του. Και για εκείνη που θα ξεπεράσει τελικά τα όρια...