Αφήστε τα τούρκικα σίριαλ και πιάστε το «Αρνάκι»! Ο μικρός Μερτ ζει με την οικογένειά του σ’ ένα πάμφτωχο χωριό της Ανατολίας: τα χαμόσπιτα της κοινότητας μοιάζουν με κόκκους από χώμα μέσα στο συναρπαστικό τοπίο της στέπας με τις πηγές που αναβλύζουν, περικυκλωμένη από προστατευτικά, χιονισμένα βουνά. Ο Μερτ σε λίγες μέρες θα κάνει την περιτομή του, σύμφωνα με την παράδοση του χωριού. Ο μέθυσος «ειδικός» θα έρθει με το κάρο του να τακτοποιήσει όλα τα συνομίληκά του αγοράκια. Το έθιμο θέλει η οικογένεια του αγοριού να παραθέσει μια μεγάλη γιορτή και να σφάξει προς τιμήν του ένα αρνάκι. Μόνο που η οικογένεια του Μερτ είναι πολύ φτωχή για να το αγοράσει. Ο μπαμπάς του, ο Ισμαήλ, είναι ένας loser χαραμοφάης, παρότι η άρτι αποκτηθείσα δουλειά του στο τοπικό σφαγείο θα έμοιαζε ελπιδοφόρα, αν δεν ξόδευε το μισθό του στη «χορεύτρια» Σαφιγιέ. Η μαμά του, η πανέμορφη Μεντινέ, δυναμική και αποφασισμένη, ψάχνει να βρει η ίδια τρόπους να εξασφαλίσει το αρνάκι, αλλά τα κλαδιά που συλλέγει και πουλάει δε φτάνουν για το αντίτιμο και ο αυστηρός προς τις γυναίκες κοινωνικός κώδικας δεν της επιτρέπει πολλές εναλλακτικές. Κι ο Μερτ έχει τους δικούς του λόγους να προσπαθήσει ν’ αγοράσει το αρνάκι του: η διαβολική αδελφή του τον έχει πείσει ότι αν δε βρεθεί το ζωντανό, οι γονείς θα σφάξουν τον ίδιο και θα τον ταΐσουν παϊδάκια στους καλεσμένους.
Ο Κουτλούγ Αταμάν καταφέρνει με το «Kuzu», που έκανε πρεμιέρα στο Πανόραμα του Φεστιβάλ Βερολίνου, βραβεύτηκε ως καλύτερη ταινία στο Φεστιβάλ της Αντάλια και παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη στις «Ματιές στα Βαλκάνια», ένα σπάνιο επίτευγμα: στήνει μια γεμάτη χιούμορ, ανοιχτόκαρδη και τρυφερή, ανθρώπινη ταινία, μέσα σ’ ένα υποβαθμισμένο περιβάλλον από το οποίο δεν τραβά τα μάτια, αναδεικνύοντας τόσο τη μεγαλειώδη τουρκική φύση, όσο και την κατάφορη κοινωνική αδικία, τη γυναικεία ανισότητα και την παρωχημένη κοσμοθεωρία της σύγχρονης Τουρκίας. Με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας Φεζά Καλντιράν, αποτυπώνει στην ταινία του εικόνες ανοιχτών πεδιάδων μαγικές, σαν ο Τζον Φορντ να πήγε από τη Δύση στην Ανατολία. Μέσα σ’ αυτές τις εικόνες, οι άνθρωποι μοιάζουν μικροί, όπως μικρή βαρύτητα έχουν οι φτωχότεροι πολίτες στην τεράστια Τουρκία. Αυτή την αντίστιξη ο Αταμάν την αγκαλιάζει και την εκθέτει, χωρίς ωστόσο να την αφήνει να κουκουλώσει την ιστορία και τις ιδέες του.
Γιατί, κατά κύριο λόγο, το «Αρνάκι» είναι μια λεπτή, κυνική κοινωνικοπολιτική «κωμωδία», που αν δε σου προκαλεί γάργαρο γέλιο, οπωσδήποτε σου διατηρεί το ζεστό χαμόγελο στη θέση του, σχολιάζοντας σαρδόνια την άνιση θέση των γυναικών, την αδυναμία των άπορων, τις δυσκολίες του χαμηλού βιοτικού επιπέδου, σ’ ένα γρήγορο και παιχνιδιάρικο μύθο που σερβίρει πολιτική μαζί μ’ ένα ζεστό πιάτο κινηματογραφικού φαγητού. Η αίσθηση είναι χαριτωμένη και διασκεδαστική, αλλά τα μηνύματα περνάνε με ευκολία, θάρρος και αιχμή, φέρνοντας στο νου περισσότερο ιταλικό σινεμά του ’50, παρά ένα στεγνό σημερινό τουρκικό κατηγορώ.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, μ’ ένα καλά συγκροτημένο σενάριο που ανεβάζει το σασπένς με κάθε αποτυχημένη απόπειρα εξασφάλισης του αρνιού και με μια έξυπνη ανατροπή στην πορεία, ο Αταμάν έχει εξαιρετικούς συμμάχους στο καστ του. Η πανέμορφη Νεσρίν Καβαντζαντέ, που τολμά και να εμφανιστεί γυμνόστηθη, έρχεται σε υπέροχη αντιδιαστολή με την πληθωρική, λαϊκή «χορεύτρια», οι δεύτεροι ρόλοι των κατοίκων του χωριού στήνουν αναγνωρίσιμους ήρωες και τα δυο αδέλφια, ο ευαίσθητος Μερτ Ταστάν με τα εκφραστικά, πεισμωμένα μάτια και η, ήδη απολαυστική κωμικός Σιλά Λαρά Καντούρκ, κλέβουν την παράσταση με δυο εξαιρετικά εύστοχες ερμηνείες που τους κάνουν αυτόματα ακαταμάχητους.
Χωρίς να χάνει τη σοβαρότητα του θέματός του, μεταχειριζόμενος τις πολιτικές προθέσεις του με έξυπνη ειρωνεία, γεμάτη αυτοπεποίθηση σκηνοθεσία και πετυχημένα κωμικά στοιχεία, ο Αταμάν κάνει μια απρόσμενα feelgood ταινία που επιβεβαιώνει το εύρος του τουρκικού σινεμά και που μπορεί να μην έχει την επιθετική δύναμη και την καλλιτεχνική έμπνευση του «Σίβας» του Καάν Μουτζετζί, κερδίζει όμως πολύ ευκολότερα την αγάπη του κοινού.