Στη γωνιά του ραφιού με τα αγαπημένα βιβλία του Κωστή Παπαγιώργη, ανάμεσα στον Παπαδιαμάντη και τον Ντοστογιέφσκι, φιγουράρει η «Δεύτερη Προβολή», βιβλίο του πρόωρα χαμένου φίλου του, κριτικού κινηματογράφου και μετέπειτα σκηνοθέτη Χρήστου Βακαλόπουλου. Στην προμετωπίδα, η ιδιόχειρη αφιέρωση απευθύνεται «στον πιο γλυκό μισάνθρωπο της Καλλιδρομίου».

Και η Ελένη Αλεξανδράκη, στο πρώτο της ντοκιμαντέρ από την εποχή του «Μυρίζει Πάσχα» (1999), δανείζεται το οξύμωρο για να ονοματίσει τη δική της φιλμική αφιέρωση στον κοινό φίλο τους, που έφυγε κι αυτός από τη ζωή πριν της ώρας του, 66 χρονών, το 2014. Ο τίτλος ταιριάζει γάντι στην αμφισημία του Παπαγιώργη. Μελαγχολικός αλλά και χιουμορίστας, ρέμπελος και μαζί συνεπής οικογενειάρχης, αυτοκαταστροφικός μέσα στην δημιουργικά προοδευτική του σκέψη, εκκεντρικός και συνάμα γλεντζές στην παρέα, «σκυλάς» όσο και διανοούμενος, άθρησκος μα πιστός στις ρίζες και τις παραδόσεις, αριστερός χωρίς ίχνος κομματικής ταυτότητας, τούτος ο αιρετικός «θυμοφιλόσοφος» υπήρξε αναμφίβολα μια από της πιο πολύπλοκες προσωπικότητες των σύγχρονων ελληνικών γραμμάτων.

Το εντυπωσιακό είναι πως η απόπειρα σκιτσαρίσματος του σύνθετου αυτού υποκειμένου τελείται εν πλήρη απουσία αρχειακών πηγών, φιλμαρισμένων ή έστω ηχογραφημένων. Ο Παπαγιώργης ποτέ του δε μίλησε σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα –μια φοβία απέναντι στη δημοσιότητα ριζωμένη πιθανότατα στη βραδυγλωσσία που τον ταλαιπώρησε και τον απομόνωσε μικρός. Τι μένει λοιπόν; Μονάχα οι προσωπικές φωτογραφίες, οι μαρτυρίες φίλων και συγγενών και, φυσικά, τα κείμενα.

Παρότι αναγκαστικά στερούμενο της φυσικής του παρουσίας, ωστόσο, το υλικό είναι πυκνό και η σκηνοθέτης το ενορχηστρώνει γνωστικά. Ενώ δύο ηθοποιοί, ο Ακύλλας Καραζήσης και ο Αργύρης Πανταζάρας, εκφωνούν αποσπάσματα από τα γραπτά του, όλος σχεδόν ο κοντινός του περίγυρος -από παλιούς συμμαθητές, τη γυναίκα του Ράνια Σταθοπούλου, τον θετό του γιο και τους Στέλιο Ράμφο, Ζυράννα Ζατέλη, Αντώνη Ζέρβα, Χρήστο Καρακέπελη ή Νίκο Παναγιωτόπουλο, μεταξύ πολλών άλλων λογίων και καλλιτεχνών, μέχρι απλούς αναγνώστες, ταβερνιάρηδες ή βιοπαλαιστές που τον συναναστρέφονταν- μιλά για τις αρετές αλλά και τις επώδυνες αδυναμίες του. Ο λόγος κυριαρχεί, αλλά η εικόνα εντίθεται πάντα σε καίρια σημεία, είτε για να τον συνοδέψει είτε για να απαλύνει τη βαρύτητά του. Και το πρόσωπο στις φωτογραφίες, από παγωμένο στον χρόνο που ήταν, αποκτά έτσι κίνηση, ομιλία, ζωή.

Οχι ότι ξεφεύγουμε εδώ από τις σταθερές ενός ντοκιμαντέρ ομιλουσών κεφαλών. Ούτε όμως και θυμόμαστε στο πρόσφατο παρελθόν άλλο κινηματογραφικό πορτρέτο που να εμψυχώνει μια άρτι εκλιπούσα προσωπικότητα χωρίς να τη «βλέπει» σε αμόρσα ή να την «ακούει» σε ηχητική μπάντα, κάνοντας μάλιστα τη διαλεκτική της σκέψη –μόνο μέσα από τη μελέτη του κακού θα προκύψει το καλό, επέμενε ο Παπαγιώργης- και δική του.