Το «Οντως Φιλιούνται;» διαδραματίζεται ολόκληρο μέσα σε λίγες ώρες, σχεδόν όσο κρατάνε δύο δυνατά «τσιγάρα». Μέσα σε ένα σαλόνι με άδειους τοίχους κάπου στην Αθήνα. Εκεί όπου η Στέλλα, πριν τα 30, θα γνωρίσει τον Αχιλλέα, πριν τα 30, φίλο του Ντάνυ, πριν τα 30, με τον οποίο έχει σχέση.
Εχει; Οντως; Σχέση;
Ανάμεσα σε πολλά ερωτηματικά που εκ των πραγμάτων βάζεις παντού όταν δεν βρίσκεις προφανείς απαντήσεις, συζητήσεις επαγγελματικού (απο)προσανατολισμού και κρύα ανέκδοτα, στην άβολη θέση που εκ των πραγμάτων βρίσκεσαι όταν οι άλλοι κάνουν κεφάλι και εσύ είσαι ξενέρωτος, στις αλήθειες που εκστομίζονται από την ανάγκη να ακουστείς ή να επιβληθείς και κυρίως να την σπάσεις στον άλλο, σαν να είσαι εσύ ο τρίτος άνθρωπος απέναντι από το ζευγάρι, περνάει μπροστά από τα μάτια σου η σχέση της Στέλλας με τον Ντάνυ.
Η πρώτη γνωριμία, το πρώτο φλερτ, το πρώτο σεξ, ο πρώτος τσακωμός, οι πρώτες αμφιβολίες, τα ναι, τα όχι και τα «όντως;» μιας σχέσης είναι όλα εκεί, σαν μικρές σκηνές μιας ταινίας που δεν έχει αρχή μέση και τέλος γιατί πολύ απλά βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή. Και αυτή ενώ μοιάζει να είναι η ιστορία της Στέλλας και του Ντάνυ, είναι τελικά η ιστορία του Ντάνυ. Η ιστορία των Ντάνυ αυτού του κόσμου. Εντάξει και λίγο της Στέλλας. Ακόμη λιγότερο του Αχιλλέα, που έφερε στο σπίτι το stuff και ο οποίος ξέμεινε εκεί στο σαλόνι να βλέπει ένα αγόρι και ένα κορίτσι να προσπαθούν να καταλάβουν αν είναι μαζί, αν πρέπει να είναι μαζί, τι σημαίνει να είναι μαζί, τι σημαίνει «να είναι».
Ευτυχώς, η υπαρξιακή αγωνία των ηρώων του «Οντως Φιλιούνται;» δεν τους μετατρέπει σε σύμβολα της γενιάς της κρίσης με τον τρόπο που ίσως φαντάζεται κάποιος όταν σκέφτεται ένα αγόρι και ένα κορίτσι να ερωτεύονται στην Αθήνα του σήμερα. Με τελείως απενοχοποιημένο τρόπο και μία πολύ συγκεκριμένη ματιά πάνω στο πόσο παραποιείς μια πραγματικότητα προκειμένου να την αναδείξεις ως τέτοια, ο Γιάννης Κορρές φτιάχνει το δικό του εγχειρίδιο συναισθηματικής ενηλικίωσης - σαν οδηγό επιβίωσης και πράξη αντίστασης μαζί.
Διασχίζοντας με διακριτικότητα από το mumblecore μέχρι το αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά, τον Χαλ Χάρτλεϊ και την παράδοση των slackers μέχρι αυτή μιας Μιράντας Τζουλάι και άντε μια ιδέα πιο πίσω στα ασπρόμαυρα screwball του Χόλιγουντ, ο Γιάννης Κορρές κατασκευάζει ένα σύμπαν φτιαγμένο από αγορίστικες ιδιοτροπίες και κοριτσίστικους τσαμπουκάδες, «χαλασμένα» αγόρια και ψευδά κορίτσια, σινεφίλ αναφορές και όμως ταυτόχρονα μια τόσο οικεία καθημερινότητα, μια τρυφερή αλλά και κυνική ματιά πάνω στις σχέσεις, σε όσα θα μπαίνουν πάντα ανάμεσα σε μια σχέση και σε όσα δεν χρειάζεται ποτέ να καταλάβεις προκειμένου να κάνεις μια σχέση.
Με κωμικό timing που δεν είναι καθόλου προφανές, σκηνοθέτης ερμηνειών που κάνουν το νατουραλισμό μια έννοια με σημασία (τέλεια όμοιοι και αντίθετοι μαζί οι naturals Θανάσης Πετρόπουλος και η Ηρώ Μπέζου), πολύτιμη βοήθεια από το εξαιρετικό soundtrack με τη μουσική του The Boy και ιδέες που δεν εξαντλούν το «πειραγμένο» της ρομαντικής του κομεντί (σκηνή ανθολογίας η σκηνή με τη μάσκαρα), ο Γιάννης Κορρές δεν προσποιείται ότι έχει φτιάξει κάτι μεγαλύτερο από μια μικρή, απολαυστική ταινία που σε κρατάει κολημμένο στην καρέκλα σαν τσιχλόφουσκα που μολις έσκασε στο μάτι σου. Αντίθετα, κλείνει το ίδιο αυτό μάτι σε στερεότυπα και κλισέ, ελευθερώνει ισχυρές δόσεις ρεμιξαρισμένης ποπ αισθητικής και κυρίως συστήνεται με τη σιγουριά ενός δημιουργού που ακριβώς σαν τους ήρωές του θέλει να είναι ελεύθερος να θεωρεί κάθε τι το προβληματικό χαριτωμένο. Και ευτυχώς (και) το ανάποδο.