Θα μπορούσε να είναι το «Snatch», ή το «Δυο Καπνισμένες Κάννες», με όλους τους συμμορίτες και τους βρώμικους τύπους του... Λονδίνιουμ, ή ακόμα ο «Sherlock Holmes», με τη μεταμοντέρνα προσέγγιση του ρετρό και την τεστοστερόνη στο χιούμορ. Αυτός εδώ είναι ο (περίπου) κλασικός μύθος του Εξκάλιμπερ, αλλά με το ρυθμό και την αλητεία του Γκάι Ρίτσι σε, αν κάτι, όχι αρκετά απλόχερες δόσεις.

Ο Αρθούρος της ταινίας είναι ένας συμμορίτης, κλεφτρόνι και απατεώνας, που έχει μεγαλώσει ανάμεσα στις πόρνες και τούς πελάτες τους, στη σκοτεινή πλευρά της πόλης. Δεν προσπαθεί να πιάσει την καλή, αλλά απλώς να επιβιώνει με το κύρος της πιάτσας, στήνοντας κομπίνες κι έχοντας εμπιστοσύνη στα γοργά του πόδια όταν τα βρίσκει σκούρα. Λίγο φαντάζεται, εκτός από τα αινιγματικά οράματα που στήνει η μνήμη του, ότι ο ίδιος είναι ο γιος του βασιλιά Ούθερ, τον οποίο δολοφόνησε ο αδελφός του, Βόρτιγκερν, σφετεριστής του θρόνου και, τώρα, τύραννος, κατατρεγμένος από το χρησμό που θέλει μόνο ο νέος που θα μπορέσει να τραβήξει το σπαθί Εξκάλιμπερ από το βράχο όπου είναι καρφωμένος, να μπορεί να γίνει ηγεμόνας της διασπασμένης Αγγλίας.

Η αποκάλυψη θα έρθει νωρίς και οι δυο άντρες θα πυροδοτήσουν ένα χαρακτηριστικής ορμής ανθρωποκυνηγητό, που περιλαμβάνει από μεταφυσικές επαφές και παντοδύναμη μαγεία, μέχρι μάχες σώμα με σμιλεμένο σώμα και καλά ενορχηστρωμένες πολυπληθείς επιθέσεις αλλά, κυρίως, νεύρο και ταχύτητα και μια διάθεση σκανταλιάς.

Το απολαυστικότερο στοιχείο του «Βασιλιά Αρθούρου» είναι η ίδια η αναμέτρηση των δυο ανδρών, στο θρύλο αλλά και στην οθόνη. Ο Τσάρλι Χάναμ, με τη φρεσκάδα και την παιδικότητά του, είναι ο φυσικός, ακαταμάχητος, φωτεινός πρίγκιπας του παραμυθιού, ταυτόχρονα streetwise και γοητευτικός. Ο Τζουντ Λο, φέρνοντας μαζί του τα τεχνάσματα του «The Young Pope» στο σαρδόνιο ύφος, είναι η ενσάρκωση του σκοταδιού, μια φιγούρα με θεατρικότητα και αύρα κινδύνου. Ο συνδυασμός τους φτιάχνει ένα δίδυμο γεμάτο αντιθέσεις, ικανό να τραβήξει την περιπέτεια στα άκρα.

Ο Γκάι Ρίτσι, φυσικά, δεν αρκείται σ' αυτό, γιατί ποτέ δεν αρκείται στο λίγο. Το δικό του παραμύθι γκαζώνει προοδευτικά, με μοντάζ φτιαγμένο από αμφεταμίνες, την μπαρόκ φωτογραφία του Τζον Μάθισον, τα κομιξικά εφέ, τη σκιά του Μέρλιν να πλαισιώνει τη μυστηριώδη μάγισσα που κρατά τα ινία της δράσης, γιγαντιαία φίδια, θυσίες παρθένων και τον Ντέιβιντ Μπέκαμ. Και πολλή πλοκή, πολλή λεπτομέρεια, που τραβά το σενάριό του σε έκταση, ώστε η ταχύτητα των προθέσεων του Ρίτσι ν' αναχαιτίζεται.

Το χιούμορ είναι εδώ, το αγγλικό φολκλόρ επίσης, η ανατρεπτική, αγορίστικη αταξία και η διασκεδαστική μάχη του κακού με το χειρότερο κακό. Μόνο όχι αρκετά διαβρωτικά, αλλά σκεπασμένα με τη σκόνη του ίδιου του μύθου απ' τον οποίο ο Γκάι Ρίτσι δεν μπόρεσε ν' αποσπαστεί αρκετά. Όχι όσο δραματουργικά γρήγορο, ή χιουμοριστικό ή σέξι θα θέλαμε και θα μπορούσε. Ευκαιρία δεύτερη, στο πιθανό σίκουελ, τώρα που η στρογγυλή τράπεζα είναι σχεδόν στημένη και ο Μέρλιν ετοιμάζεται να μπει στο χορό.