Μετά τον Αντόνιο Μπαντέρας, η Χάλι Μπέρι θέτει τη δική της υποψηφιότητα για να γίνει Λίαμ Νίσον στη θέση του Λίαμ Νίσον… κι ομολογουμένως, δεν τα καταφέρνει άσχημα. Κι όχι μόνο επειδή αποδεικνύεται σκληρό καρύδι ως χωρισμένη, σκληρά εργαζόμενη μητέρα που κινεί γη και ουρανό προκειμένου να πάρει πίσω τον εξάχρονο γιο της από αδίστακτους απαγωγείς. Αλλά γιατί έχει να παλέψει ταυτόχρονα με ένα ελάχιστα εμπνευσμένο σενάριο, γεμάτο κλισέ και αναληθοφάνειες, καταφέρνοντας τουλάχιστον να διασώσει την αξιοπρέπειά της.
Από την πρώτη σκηνή όπου η ταλαίπωρη σερβιτόρα ηρωίδα της αντιμετωπίζει αγενή πελάτισσα, ενώ ταυτόχρονα ρίχνει βλέμματα λατρείας στο αγγελούδι της, είναι σαφές ότι η «Απαγωγή» δεν έχει βλέψεις να ανατρέψει τις θριλερικές συμβάσεις μιας παλιομοδίτικα συνεπούς, βιντεοκλασάτης ταινίας δράσης. Αντίθετα, μένει πιστή στις ταπεινές b-movie φιλοδοξίες της: από τη στιγμή που η δόλια μάνα βλέπει το βλαστάρι της να σέρνεται με τη βία σε ένα άγνωστο αυτοκίνητο, μπαίνει στο δικό της και το ακολουθεί σαν να μην υπάρχει αύριο, αποφασισμένη πάση θυσία να μην το χάσει από τα μάτια της. Στην πορεία, φυσικά, θα απωλέσει το κινητό της, θα μείνει από καύσιμα, ενώ η αστυνομία θα παραμείνει εντυπωσιακά απούσα, παρά το χάος που αφήνουν πίσω τους τα δύο αυτοκίνητα.
Κι ο σκηνοθέτης Λούις Πριέτο αποφασίζει με τη σειρά του να βάλει τον θεατή στο κάθισμα του συνοδηγού με μοναδικό στόχο να τον κάνει συμμέτοχο σε μια αγωνιώδη καταδίωξη όπου η λογική δεν έχει θέση. Ούτε στα άνευ λόγου παραληρήματα της ηρωίδας πίσω από το τιμόνι που πασχίζουν να αντικαταστήσουν την ανύπαρκτη πλοκή ούτε στα μυστηριώδη κίνητρα των απαγωγέων. Το μόνο που έχει σημασία έχει η φρενήρης διαδρομή. Κι αυτή παραμένει αδικαιολόγητα ευχάριστη, με έναν σχεδόν ανεγκέφαλο τρόπο.
Εστω κι αν δεν είναι αυτή που οραματιζόταν για τον εαυτό της η πρωταγωνίστριά της όταν ξεκινούσε την καριέρα της στο Χόλιγουντ – και σίγουρα όχι αυτή που φανταζόταν για τη συνέχεια όταν κρατούσε στα χέρια της το Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, πριν από δεκαπέντε χρόνια.