O Ζουλιάν βιώνει την τραγικότητα της αγάπης πολύ μικρός: στα 8 του χρόνια τη χάνει. Η μαμά του αργοπεθαίνει από καρκίνο, μία απώλεια που τον σημαδεύει ανεξίτηλα. Μόνο που εκείνη την εποχή, γνωρίζει τη Σοφί – μία συμμαθήτριά του που τα άλλα παιδιά περιπαίζουν και βασανίζουν γιατί είναι πολωνικής καταγωγής, μιλά με προφορά και μένει στις εργατικές πολυκατοικίες, όχι τα πλούσια προάστια. Ο Ζουλιάν για να την παρηγορήσει της δίνει το αγαπημένο του παιχνίδι - ένα τενεκεδένιο καρουσέλ που αγαπούσε η μητέρα του. Μόνο που δεν μπορεί να το αποχωριστεί εντελώς και με τη Σοφί ξεκινούν ένα παιχνίδι πρόκλησης θάρρους: βάζουν ο ένας στον άλλον ασύλληπτες δοκιμασίες κι όποιος τολμήσει να τις διεκπεραιώσει μπορεί να έχει το καρουσέλ δικό του. Μέχρι την επόμενη φορά, όπου τα στοιχήματα γίνονται ακόμα πιο σοβαρά. Κάπως έτσι από παιδιά γίνονται έφηβοι κι από έφηβοι ενήλικες, όπου πρέπει να αποφασίσουν: είναι και η ίδια η ανομολόγητη αγάπη τους ένα προκλητικό παιχνίδι; Θα μπορέσουν ποτέ να ωριμάσουν, να τη διεκδικήσουν, να τη ζήσουν και να μη τη θυσιάζουν στο βωμό του ανταγωνισμού και του εγωισμού τους; Τολμούν;

Ακολουθώντας το μαγικό ρεαλισμό της σχολής του Ζαν Πιερ Ζενέ και της πιο διάσημης «Αμελί», αλλά κρατώντας αρκετά πιο μαύρη και λιγότερο ζαχαρούχα την ρομαντική καρδιά της ταινίας του, ο Γιαν Σαμιέλ κατασκευάζει ένα σκοτεινό παραμύθι αυστηρά για μεγάλους. Μία φιλμική παραβολή για την ανταγωνιστική φύση του έρωτα που γεννά ανασφάλειες, φόβο και πόνο και για αυτό επιλέγουμε να τον αποφεύγουμε, βυζαίνοντας επίμονα από τον αυτοκαταστροφικό εγωισμό και μην κόβοντας ποτέ τον ομφάλιο λώρο με τη ψευτοπερηφάνεια μας.

Ο Σαμιέλ επιστρατεύει την κινηματογραφική φαντασία, το animation, την τέχνη του κολάζ, τα χρώματα και τα αρώματα και τα νοσταλγικά τραγούδια της παιδικής ηλικίας για να τονίσει ότι κάπου εκεί ξεκινούν όλα. Πώς μαθαίνουμε να αγαπάμε, πώς εκπαιδευόμαστε να μην αγαπάμε γιατί το τίμημα, η απόρριψη, η απώλεια πληγώνουν. Ο βίαιος ξεριζωμός από την αγκαλιά της μητέρας, ο ψυχρός απαξιωτικός πατέρας, το bullying των παιδιών στο σχολείο – όλα συμμετέχουν στη συναισθηματική μας εκπαίδευση, όλα βάζουν το λιθαράκι τους στην μελλοντική μας αναπηρία.

Βρίσκεις ένα αγοράκι που σου χαρίζει το παιχνίδι του για να μην κλαις, αλλά το θέλει πίσω. Δεν καταλαβαίνεις γιατί, το παίρνεις προσωπικά, θα τον κάνεις να υποφέρει πολύ για να το πάρει. Κι αυτή η σκληρότητά σου, αυτός ο ανταγωνισμός έχει αλυσιδωτή αντίδραση.

Η παιδική σου φίλη μεγαλώνει, σου λέει «αγάπα με» κι εσύ νομίζεις ότι είναι πρόκληση κι όχι πρόσκληση για ευτυχία. Νιώθεις τον κοκορίσιο σου ανδρικό εγωισμό να απειλείται. Νιώθει ότι πρέπει να δείξει ότι δεν μπορείς να την πονέσεις, είναι δυνατή αυτόνομη γυναίκα, δε σε έχει ανάγκη. Και η ζωή κυλά, προσπερνά και χάνεται.

Με τον Γκιγιόμ Κανέ και την Μαριόν Κοτιγιάρ (στην ταινία που γνωρίστηκαν και μετέπειτα ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν) στους ενήλικους ρόλους του Ζουλιάν και της Σοφί να μεταλλάσσονται συνεχώς από θύματα σε θύτες, και πάλι από την αρχή, σε κυκλικά σαδιστικά παιχνίδια χειρισμού, αυτός ο κινηματογραφικός έρωτας είναι επώδυνος να τον παρακολουθείς. Γιατί, δυστυχώς, παρόλη την φιλμική αισθητική της rococo φαντασίας, είναι απόλυτα σαφής, ειλικρινής κι αναγνωρίσιμος.

Το κατεστραμμένο οργισμένο πρόσωπο του Κανέ όταν νιώθει ότι και εκείνη τον εγκαταλείπει, το γκρεμισμένο βλέμμα της Κοτιγιάρ όταν εισπράττει την απόρριψή του, δύο αισθαντικοί ηθοποιοί που δίνουν σάρκα και οστά και συμπάθεια σε αντιπαθείς (αντι)ήρωες καταφέρνουν να στρέψουν τον καθρέφτη στο θεατή: έχουμε όλοι παίξει τέτοια παιχνίδια. Κι έχουμε όλοι χάσει.

Η μαγεία της ταινίας κρύβεται στην πραγματική τόλμη της. Στο φινάλε που θα τσιμεντώσει την πίστη σας στον απέθαντο ρομαντισμό ή θα ανατρέψει παιχνιδιάρικα τα όρια της πραγματικότητας και των παραμυθιών. Ενα μόνο είναι σίγουρο: όσοι αναγνωρίσετε τους εαυτούς σας στους ήρωες θα φύγετε κομμάτια.

Γιατί κρύβει μεγάλη συγκίνηση να ξεχωρίσεις μέσα στο πλήθος και το διάβα σου εκείνον/η που δε θα σε βρίσκει αλλόκοτο/η, αλλά θα ερωτεύεται και θα στηρίζει τη διαφορετικότητά σου. Δε θα θέλει τα εύκολα, αλλά θα σε ακολουθεί από πρόκληση σε πρόκληση. Οχι η ζωή δεν είναι ρόδινη (κι ας είναι το «La Vie En Rose» συνεχώς στο soundtrack). Eίναι σκληρή, ανελέητη, κι ο κόσμος μόνιμα θα μοιράζει την τράπουλα άδικα. Ομως πόσο σημαντικό να έχεις βρει τον συμπαίκτη σου.