«Η ελευθερία είναι για τους εγωκεντρικούς μαλάκες!» κραυγάζει η Πολά, η «νέα γυναίκα» της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας της Λεονόρ Σεράιγ, στον γιατρό που μόλις της περιποιήθηκε μια πληγή στο μέτωπο. Είμαστε στα αρχικά πλάνα, η παρατημένη από τον εραστή της Πολά βρίσκεται σε ένα ιατρείο μετά από αυτοτραυματισμό, και ο γιατρός, έχοντας ακούσει τη μανιώδη εξομολόγησή της, τη συμβουλεύει να απολαύσει τη νεοαποκτηθείσα ελευθερία της.

Ομως η 31χρονη Πολά επιθυμεί όχι την ελευθερία της, αλλά την αυτονομία της, που είναι κάτι διαφορετικό. Η αυτονομία, έμφυτη, αφορά τα γνήσια κίνητρα ενός ατόμου για επιθυμίες πέρα από εξωγενείς παράγοντες, ενώ η ελευθερία, επίκτητη, την επάρκεια των μέσων του να μπορεί να συντηρήσει αυτή την ανεξαρτησία μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Και η Πολά, ενώ θέλει να παραμένει αυθεντική, δεν έχει ούτε τα υλικά ούτε και τα ψυχικά μέσα για να απομονωθεί από την κοινωνία, τους ανθρώπους, τις σχέσεις, την καθημερινή τριβή.

Η ταινία της Σεράιγ ιχνογραφεί, με τους όρους του τραχέως ρεαλισμού, τον απεγνωσμένο αυτόν αγώνα της ακριβώς να διεκδικήσει τα εν λόγω μέσα σε ένα αφιλόξενο Παρίσι. Δεν έχει σημασία αν ψεύδεται ασύστολα για να την προσλάβουν σε κατάστημα εσωρούχων ή παριστάνει την τιτίζα φοιτήτρια σε μια καριερίστα για να φροντίζει τη 10χρονη κόρη της, ούτε αν πάει με τα νερά μιας κοπέλας που τη νομίζει για παλιά συμμαθήτρια ώστε να εξασφαλίσει στέγη. Αρκεί να μένει πιστή στη δική της αλήθεια. Να λέει άφοβα αυτό που σκέφτεται, να εκρήγνυται μαινόμενη όταν χρειάζεται (και ενίοτε να προσβάλλει, όταν δε χρειάζεται), να κουβεντιάζει χωρίς αναστολές με τον Αφρικανό σεκιουριτά που γνώρισε στη δουλειά –η μόνη πραγματικά γνήσια, δίχως ατζέντα σχέση συντροφικότητας που ξεδιπλώνει το φιλμ μαζί με εκείνη που αναπτύσσεται με το κοριτσάκι.

Δεν είναι λίγες οι στιγμές που η Πολά εξοργίζει με την ιδιοσυγκρασία της κι εσένα, τον θεατή. Που βρίσκεις τον εαυτό σου, την ίδια στιγμή που θαυμάζει την παθιασμένη πρωταγωνίστρια Λετισιά Ντος που το κατάφερε, να κουράζεται από την επιμονή της σκηνοθέτιδας να κρατά τον φακό της μόνιμα ευθυγραμμισμένο με την υστερία και τη σπασμωδικότητα του υποκειμένου της. Εύχεσαι να υπήρχαν περισσότερες «ανάσες», όπως στην κορύφωση της έξοχης σεκάνς στο σπίτι της απροετοίμαστης για την επίσκεψη της Πολά μητέρας της, ή το κοντινό του φινάλε, με την ετεροχρωμία των ματιών της αντιηρωίδας να μιλά από μόνη της, συμπυκνώνοντας θεματικά το φιλμ. Εστω και μ’ αυτή την αδυναμία στάθμισης, πάντως, τούτο το ντεμπούτο σου εντυπώνεται ως ένα από τα πιο διεισδυτικά γυναικεία πορτρέτα της πρόσφατης ευρωπαϊκής παραγωγής.