Στις προθέσεις της, η «Τζαμάικα» του Ανδρέα Μορφονιού (ο επιτυχημένος σκηνοθέτης του τηλεοπτικού «Ευτυχισμένοι Μαζί») αποτελεί μια δραμεντί που έχει στόχο να ταξιδέψει τον θεατή, να τον κάνει να γελάσει, να κλάψει και να ανατρέξει στις δικές του παιδικές αναμνήσεις και να αφηγηθεί τελικά μια ιστορία που αντλεί από την επιφάνεια της καθημερινότητας για να αναδείξει ουσιαστικά τι είναι αυτό που έχει πραγματικά σημασία.

Αυτό που τελικά όμως, ατυχώς, καταφέρνει να παρουσιάσει η ταινία, πέρα από μια φροντισμένη εικόνα που όντως έχει θέση σε ένα καλοδεχούμενο mainstream κινηματογραφικό θέαμα, είναι μια αφήγηση που αδυνατεί να βρει σε κάθε στιγμή της πορείας της ουσιαστικό πάτημα ή κάποιο στιβαρό συναισθηματικό κέντρο, καθώς στην πραγματικότητα αμελεί να δημιουργήσει ολοκληρωμένους, τρισδιάστατους χαρακτήρες, ικανούς να παρασύρουν το θεατή στο δικό τους προσωπικό ταξίδι και κατ’επέκταση να εκμαιεύσουν οργανικά το κάθε συναίσθημα.

Κεντρικοί χαρακτήρες της ταινίας είναι ο Ακης (του Σπύρου Παπαδόπουλου), ο οποίος οδηγεί ταξί και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τα χρέη του και την απαιτητική γυναίκα του, και ο Τίμος (του Φάνη Μουρατίδη), ο οποίος είναι ένας διάσημος παρουσιαστής τηλεόρασης που ζει κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία. Οι δυο τους αποτελούσαν παλαιότερα δύο δεμένα αδέλφια, αλλά μια παρεξήγηση τους έχει αποξενώσει εδώ και χρόνια. Οπως συμβαίνει συνήθως στο σινεμά, η ζωή θα βρει τον τρόπο να τους φέρει και πάλι κοντά, αναπάντεχα και καθοριστικά, δημιουργώντας όλες τις συνθήκες για μία συγκινητική, ανακουφιστικά εύπεπτη ιστορία. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;

Παραδόξως, αρκετά πράγματα. Και το «παραδόξως» προκύπτει ακριβώς επειδή η «Τζαμάικα» είναι μια ταινία που έχει όλα τα δομικά συστατικά για να οδηγηθεί στην επιτυχία (από τις κωμικές εξάρσεις και το δραματικό υπόβαθρο μέχρι την νοσταλγική αφήγηση και τις οικείες φυσιογνωμίες στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών της) αλλά δυστυχώς δε βρίσκει σχεδόν καμία στιγμή τον τρόπο να τα συνδυάσει οργανικά και με φυσικότητα.

Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι, παρά την εμπειρία των ηθοποιών του φιλμ σε αντίστοιχες θεματικές (κυρίως λόγω της τηλεοπτικής τους εμπειρίας), ήδη από την πρώτη τους εμφάνιση τόσο ο Παπαδόπουλος όσο και ο Μουρατίδης εγκλωβίζονται σε μανιέρες που στερούν κάθε φυσικότητα από τους χαρακτήρες τους. Ή στο ότι ότι κάθε ανατροπή της υπόθεσης υπάρχει απλά για να προχωρήσει τους χαρακτήρες στο επόμενο «επεισόδιο», χωρίς αίσθηση ρυθμού ή υπομονής . Ή απλά στην διαπίστωση ότι η πλοκή δείχνει να ανακόπτεται συνεχώς από την ανάγκη να εμφανιστούν στην οθόνη γνώριμες φυσιογνωμίες της ελληνικής showbiz, ως pop κλείσιμο του ματιού στον ελληνικό καλλιτεχνικό χώρο.

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, το κυριότερο πρόβλημα της ταινίας είναι το γεγονός ότι δεν βρίσκει ποτέ τον στόχο σε ό,τι επιχειρεί να κάνει, είτε αυτό αφορά την οπτική μιας συγκινητικής ματιάς στο παρελθόν, είτε την αποκάλυψη μιας μεγάλης αλήθειας για την ζωή και το θάνατο (η σκηνή με τα «παπούτσια που μας στενεύουν» συνορεύει με την παρωδία), είτε απλά το timing ενός κωμικού διαλείμματος. Και είναι πραγματικά κρίμα να συνειδητοποοιεί κανείς ότι η «Τζαμάικα» είναι μια ταινία που ενώ οπτικά επιδεικνύει ικανό επίπεδο παραγωγής, αφηγηματικά αποδεικνύεται ελλιπώς αναπτυγμένη.

Υπάρχει μια ολόκληρη συζήτηση για τον τρόπο που το φιλμ επιλέγει να σκιαγραφήσει τους βασικούς γυναικείους χαρακτήρες του, όμως στην τελική αυτό εντάσσεται ευρύτερα στην αδυναμία της ταινίας να παρουσιάσει πολύπλοκους χαρακτήρες, επιλέγοντας να τους τοποθετήσει με ευκολία στο «καλό» και το «κακό». Η δική τους «Τζαμάικα» άξιζε όντως καλύτερης τύχης.