Ο 52χρονος Μάικ Ρέιγκαν τα έχει όλα: πρωτοπόρο επιχείρηση, όμορφη γυναίκα, έφηβη κόρη, τελευταίας τεχνολογίας σπίτι και το ακυκλοφόρητο μοντέλο της Maserati με το πιο προχωρημένο σύστημα πλοήγησης. Μόνο που ο ίδιος είναι τεχνοφοβικός: ούτε τον πρωινό του καφέ δεν μπορεί να φτιάξει στην ντιζαϊνάτη του εσπρεσιέρα, χωρίς την βοήθεια της γυναίκας του. Οταν μία σημαντική 3D παρουσίαση στους μετόχους της εταιρίας του κολλάει, ο Μάικ γνωρίζεται με τον άνθρωπο που έσωσε την μέρα: τον Εντ, τον καινούργιο τεχνικό μηχανογράφησης, ο οποίος μάλιστα προθυμοποιείται να αναβαθμίσει και το δίκτυο της βίλας του αφεντικού του. Μόνο που η πρόσβαση που αποκτά ο νεαρός σε δουλειά, σπίτι και οικογένεια του Μάικ αποδεικνύεται θανάσιμο λάθος. Κάποιος που γνωρίζει το password σου, μπορεί να εισβάλει στη ζωή σου. Να παρακολουθεί το κοριτσάκι σου, να τρομάζει τη γυναίκα σου, να απειλεί εσένα. Κι ο Μάικ πρέπει να υπερασπιστεί την οικογένειά του με παραδοσιακούς τρόπους.

Το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να θυμώνει έναν θεατή αυτού του (άθελά του κωμικού) θρίλερ είναι το ίδιο το μήνυμα. Πόσο αφελής, ξεπερασμένη και μπανάλ η θεωρία ότι η τεχνολογία ευθύνεται για τα δεινά της ανθρωπότητας, σε επίπεδο προσωπικών αξιών, κοινωνικής αλλοτρίωσης ή ακόμα και απλής καθημερινότητας. Πόσο αστεία η επίφαση ότι η ανάπτυξη αποτελεί απειλή. Ναι, ο «κακός» της ιστορίας είναι αόρατος, o «νέος εχθρός» μετριέται σε giga, κι όσο λιγότερο τον καταλαβαίνει ο μέσος θεατής, τόσο επιβεβαιώνεται η συνωμοσιολογική του δύναμη.

Ντροπή. Ειδικά, όταν κεντρικός πρωταγωνιστής είναι ένας πρώην Τζέιμς Μποντ – άξιος κι εμβληματικός γκατζετάκιας.

Ακόμα όμως κι αν παραχωρήσουμε στην ταινία το δικαίωμα μίας ανόητα συντηρητικής κοσμοθεωρίας, θα ήμασταν έτοιμοι να διασκεδάσουμε και να αφεθούμε, αν το σύμπαν της λειτουργούσε. Αν το σενάριο ήταν έξυπνο, η σκηνοθεσία της φρέσκια, ο κόσμος της συμπαγής. Δεν μπορείς να στήσεις σασπένς αν δεν πιστεύεις στην ιστορία, στους χαρακτήρες, στις ανατροπές. Αν δεν έχει χτιστεί η εμπιστοσύνη μέσα από προσεγμένες λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, όχι δεν εμπνέεις τρόμο βάζοντας το... αίτημα φιλίας στο facebook να αναβοσβήνει απειλητικά μέσα στο σκοτάδι και να ηχεί ως συναγερμός. Προκαλείς γέλιο.

Και, δυστυχώς, το σενάριο των Νταν Κέι («Pay the Ghost») και Γουίλιαμ Γουίσερ Τζούνιορ («Εξολοθρευτής 2») είναι γεμάτο από τέτοιες σαχλαμάρες. Κι όταν η πρώτη ύλη είναι κάτι παραπάνω από σχηματική, τότε καταρρέουν όλα με κρότο: οι ήρωες είναι καρικατούρες, η πλοκή ανεκδιήγητη, οι ανατροπές προφανείς.

Επιπλέον, το σκηνοθετικό βλέμμα του Τζον Μουρ («The Omen», «A Good Day to Die Hard») μάλλον υπογραμμίζει την κακογουστιά, παρά προσπαθεί να περισώσει ό,τι μπορεί μέσω των υποκειμενικών του πλάνων και των σπάταλων action κόλπων – όπως ένα παράλογο για την σημασία της σκηνής 360 μοιρών τράβελινγκ γύρω από τον Μπρόσναν.

Ο πάλαι ποτέ πράκτορας 007 προσπαθεί. Το παλεύει. Αν βρήκε ο Λίαμ Νίσον τον action μπαμπά μέσα του, θα τον βρει κι Μπρόσναν. Κατά τα ψέματα όμως. Η γοητεία του Ιρλανδού ήταν, είναι και θα είναι η ήρεμη δύναμή του. Το cool του. Οταν τον ξεφωνίσεις, τον παρωδείς. Ντροπή στην Αν Φρέιλ («Pushing Daisies», «Limitless») που δέχθηκε ένα τόσο μονοδιάστατο ρόλο που τη θέλει δεμένη πισθάγκωνα και χωρίς -κανένα απολύτως λόγο- ημίγυμνη, λες και πρόκειται για νεαρό πιν απ. Πάνω από όλα, κρίμα το ταλέντο του νεαρού Αυστραλού Τζέιμς Φρέτσβιλ («Animal Kingdom»), ο οποίος έχει και χάρισμα και χάρη, αλλά εδώ υποβιβάζεται στον γραφικό τρελό του χωριού.

Control, alt, delete. Αφήστε χώρο στο σκληρό σας δίσκο για κάτι που να αξίζει 135 λεπτά της ζωής σας.