Από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε η κινηματογραφική μεταφορά του ίσως πιο αγαπημένου εδώ και πάνω από 30 χρόνια βιβλίου του Στίβεν Κινγκ, συνοδεύτηκε κι από ένα τεράστιο hype. Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε δει το συγκεκριμένο μυθιστόρημά του να γίνεται ταινία (το 1990 είχε μεταφερθεί στην τηλεόραση ως μια τηλεταινία χωρισμένη σε δυο μέρη, με τον Τιμ Κάρι να δίνει μια από τις καλύτερές του ερμηνείες στον ρόλο του σατανικού κλόουν Πένιγουαϊζ), η ανάγκη για μια μεγάλη κινηματογραφική παραγωγή του γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη καθώς περνούσαν τα χρόνια και τον τελευταίο καιρό μέχρι και επιτακτική μετά τη διαδοχή κακών κινηματογραφικών μεταφορών βιβλίων των Κινγκ στο σινεμά.

Τελικά άξιζε όλη αυτή η αναμονή;

To φιλμ - για όσους δεν ζουν σε αυτόν τον πλανήτη και δεν ξέρουν την ιστορία του - ξετυλίγει την ιστορία επτά παιδιών, που μεγαλώνουν στην αμερικανική κωμόπολη του Ντέρι, στην πολιτεία Μέιν, και έχουν δημιουργήσει την «Λέσχη των Χαμένων», καθώς για διαφορετικούς λόγους ο καθένας έχουν περιθωριοποιηθεί από τις παρέες των συνομηλίκων τους. Την ίδια στιγμή, το Ντέρι είναι το λημέρι ενός διαβολικού κλόουν, του Πένιγουαϊζ, που κάθε 27 χρόνια, βγαίνει από τους υπονόμους της πόλης, αρπάζει παιδιά και σπέρνει τον τρόμο στην πόλη.

To να προσπαθήσει κάποιος να μεταφέρει αυτό το έπος τρόμου του Κινγκ στη μεγάλη οθόνη, είναι ένα κατόρθωμα από μόνο του. Οποιος έχει διαβάσει τις 1000+ σελίδες του βιβλίου, καταλαβαίνει αμέσως την εγγενή δυσκολία μιας ταινίας που απλώνεται πάνω σε συνεχείς εναλλαγές μεταξύ δύο διαφορετικών χρονικών περιόδων. Ο σκηνοθέτης Αντι Μουσιέτι (του «Mama» αν αυτό σημαίνει κάτι), πολύ σοφά, αποφασίζει να επικεντρωθεί στην παιδική χρονική περίοδο του βιβλίου αφήνοντας εκτός, για μια δεύτερη ταινία την περίοδο των ενήλικων, πια, πρωταγωνιστών, αποθεώνοντας ταυτόχρονα και την μυθολογία της (και μπορεί η περιβόητη χελώνα από άλλη διάσταση να μην υπάρχει εδώ, αλλά σίγουρα κάνει την παρουσία της εμφανή με πολλές αναφορές).

Μια από τις πιο σημαντικές διάφορές βιβλίου και ταινίας είναι ότι η ταινία εξελίσσεται στα τέλη της δεκαετίας του ’80, αντί στα τέλη του ’50 όπως συμβαίνει στο βιβλίο, αφαιρώντας έτσι από την αφήγηση τη γλυκιά νοσταλγία η οποία ήταν κυρίαρχη στις σελίδες του. Ο Μουσιέτι αντικαθιστά τα 50s με αναφορές από την ποπ κουλτούρα των 80s (η επίδραση του «Stranger Things» αλλά και η μεγάλη παράδοση του Στίβεν Σπίλμπεργκ δεν είναι τυχαία), χτυπώντας ταυτόχρονα τις κατάλληλες νότες ρομαντισμού την σωστή στιγμή και κάνοντας την ταινία έτσι πιο οικεία σε ένα κοινό που στην ουσία έχει μεγαλώσει την εποχή εκείνη.

Ο Στιβεν Κιγνκ είχε πει πως το «Στάσου Πλάι Μου» είχε αποτελέσει κάτι σαν δοκιμαστικό για το «Αυτό». Η ταινία βασίζεται πάνω στις σχέσεις και την βαθιά φιλία των επτά παιδιών, η οποία αποτελεί και την ψυχή της ιστορίας. Ο Μουσιέτι επενδύει στις σχέσεις αυτές, αφήνοντάς τους μικρούς πρωταγωνιστές τους να δημιουργήσουν αξιαγάπητους χαρακτήρες, ο καθένας με τις δικές του παιδικές φοβίες, αλλά και τον τρόμο της επικείμενης ενηλικίωσης τους που πλησιάζει με γοργούς ρυθμούς.

Είναι αλήθεια, πως όταν μεγαλώνουμε ξεχνάμε πόσο τρομακτική είναι η παιδική ηλικία, απομονώντας στις αναμνήσεις μας μόνο τη γλύκα της αθωότητας και την ανεμελιά της παιδικότητας. Ο Μουσιέτι έρχεται για να μας υπενθυμίσει τις ανατριχίλες, βάζοντας το θεατή μέσα στο τεράστιο, γκροτέσκο και ταυτόχρονα διεστραμμένο, σπίτι του τρόμου, ικανό να μεταμορφώνει τους χειρότερους παιδικούς μας φόβους σε πραγματικότητα. Η ενσάρκωσή του έρχεται νομοτελειακά στο πρόσωπο του Πένιγουαϊζ, με τον Μπιλ Σκάρσγκαρντ να καταφέρνει να επισκιάσει με την ανατριχιαστική ερμηνεία του, και το μακιγιάζ του, ακόμη και τον Τιμ Κάρι του τηλεοπτικού «Αυτού». Η σωστή απόφαση του Μουσιέτι να εμφανίζει τον Πένιγουαϊζ μόνο όταν χρειάζεται και πάντα στις σωστές δόσεις, τον μετουσιώνει με τη σειρά του σε ένα τέρας που οπτικά θα καταφέρει να μείνει για πάντα μέσα στους χειρότερούς μας εφιάλτες.

Υπάρχουν στιγμές που η ταινία φαίνεται σαν να χάνει λίγο τον ρυθμό της, κυρίως λόγω των υπερβολικών εφέ που μπουκώνουν την ιστορία στις τελευταίες σκηνές της και σε άλλες που η ιστορία νιώθεις ότι δυσκολεύεται να βρει ξανά τη ροή της.

Αμελητέες ατέλειες για αυτό που μπορεί να είναι η καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά βιβλίου του Κινγκ; Σίγουρα, ωστόσο, μια από τις καλύτερες, γεμάτες ψυχή και πάθος, και πιο πιστές κινηματογραφικές μεταφορές που βασίζονται σε κάποιο βιβλίο του μαιτρ του τρόμου, που έχουμε δει εδώ και πολύ καιρό