Σε ένα βουτηγμένο στους τόνους του μπλε και στυλιζαρισμένο στο έπακρο βροχερό Παρίσι, ένα ζευγάρι γευματίζει σε ένα πολυτελές εστιατόριο. Αυτός είναι ο Αντουάν Ντοριό, ένας πλούσιος και ισχυρός τραπεζίτης. Αυτή είναι η Ιρις, η όμορφη, αλλά κάπως ψυχρή και θλιμμένη γυναίκα του. Εκείνη θα εξαφανιστεί μυστηριωδώς, όσο εκείνος πληρώνει το λογαριασμό. Λίγο μετά θα ζητηθεί από εκείνον ένα τεράστιο ποσό για λύτρα. Πρόκειται, όμως, όντως για απαγωγή ή κρύβεται κάτι πιο σκοτεινό πίσω από την εξαφάνιση; Και ποιός είναι ο ρόλος του Μαξ, ενός βουτηγμένου στα χρέη μηχανικού αυτοκινήτου στην απαγωγή;

Τρία χρόνια μετά την πρώτη (και λιγότερο επιτυχημένη, αν και θριαμβεύτρια στα βραβεία Σεζάρ) από τις δύο βιογραφίες για τον Ιβ Σεν Λοράν, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Ζαλίλ Λεσπέρ επιστρέφει με ένα ερωτικό θρίλερ μυστηρίου, βασισμένο αμυδρά στο ιαπωνικό φιλμ «Chaos» του Χίντεο Νακάτα κι εμφανώς επηρεασμένο από τις ανάλογες δημιουργίες του Μπράιαν Ντε Πάλμα και Πολ Βερχόφεν, τον ερωτισμό και τη διαστροφή των οποίων προσπαθεί να αποπνεύσει.

Φυσικά, το «Ιρις» είναι μια ταινία για την οποία όσα λιγότερα γνωρίζει κανείς, τόσο καλύτερα (θεωρητικά πάντα) θα περάσει. Η πρώτη ανατροπή έρχεται στο πρώτο δεκάλεπτο και για την υπόλοιπη μιάμιση ώρα το σενάριο και το μοντάζ κρύβουν διαρκώς εκπλήξεις, απαιτώντας διαρκώς την προσοχή του θεατή. Ταυτότητες εναλλάσσονται, το παρελθόν και το παρόν μπλέκονται, ο σεναριακός μίτος σε σημεία χάνεται, εν τέλει όμως ξαναβρίσκεται μέσα από ελάχιστα αληθοφανείς καταστάσεις που διατηρούν ωστόσο μια νοσηρή γοητεία.

Ενώ όμως οι δύο προαναφερθέντες μεγάλοι σκηνοθέτες κατέχουν τη δεξιοτεχνία να παίξουν με τις αδιαμφισβήτητα camp διαστάσεις των ιστοριών τους, ο Λεσπέρ παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά και φορτώνει την αφήγηση με πομπώδεις και σοβαροφανείς τόνους, ακόμα κι όταν το σενάριο παρεκτρέπεται σε BDSM ακολασίες και αποδίδει σαδομαζοχιστικά κίνητρα στο ερωτικό τρίγωνο που εμπλέκεται στην εξαφάνιση. Εκεί που δεν πείθει κυρίως όμως η ταινία είναι στην απόπειρα να προσδώσει (και) μια κοινωνικοπολιτική διάσταση στα τεκταινόμενα, δίνοντας έμφαση στην ταξική διαφορά ανάμεσα στον φτωχό και παγιδευμένο στην πλεκτάνη μηχανικό και τον ακόλαστο και δολοπλόκο τραπεζίτη.

Φωτογραφημένο ψυχρά και με γεωμετρική πλανοθεσία από τον διευθυντή φωτογραφίας Πιερ Ιβ Μπαστάρντ, το αστικό τοπίο μέσα στο οποίο κινούνται οι τρεις πρωταγωνιστές αντικατοπτρίζει τη συναισθηματική τους μοναξιά και τα ανεπούλωτα τραύματα τα οποία θα τους οδηγήσουν στο έγκλημα, ενώ η μουσική των Ντάστιν Ο' Χάλοραν και Ανταμ Γουίλτζι χτίζει επιδέξια το σασπένς ή ανεβάζει τη σεξουαλική ένταση.

Το μεγαλύτερο προσόν της ταινίας, ωστόσο, είναι οι ηθοποιοί της, που καταφέρνουν να κάνουν πιστευτούς κι ανθρώπινους τους χαρακτήρες που υποδύονται, με πρώτο και καλύτερο τον Ρομέν Ντουρί, ο οποίος προσδίδει με την πάντα νευρώδη παρουσία του ανθρωπιά και ρεαλισμό στο ρόλο του απελπισμένου από τα χρέη μηχανικού, ενώ διαθέτει την εσωτερικότητα και την ευαισθησία που κερδίζουν εν τέλει τη συμπάθεια του θεατή. Στον ερμηνευτικό (και όχι μόνο) αντίποδα, ο ίδιος ο Λεσπέρ υποδύεται τον επιτυχημένο τραπεζίτη με την αυτοπεποίθηση και τη μεγαλοαστική χαλαρότητα που αρμόζουν στο κύρος του χαρακτήρα του, αποκαλύπτει όμως κι αυτός σταδιακά τα κίνητρα πίσω από τη δολοπλόκα προσωπικότητά του με μια γοητεία που μαγνητίζει το θεατή. Εκπληξη, τέλος, στο ρόλο της ηρωίδας του τίτλου αποτελεί η Σαρλότ Λε Μπον, η οποία αποφεύγει τη στερεοτυπική κατηγοριοποίηση της femme fatale και αποδίδει πειστικά τη δυαδικότητα του ρόλου της.

Το «Ιρις» θα μπορούσε να είναι ο (ισ)άξιος φετινός διάδοχος του Elle ή έστω μια πραγματικά ένοχη απόλαυση, αν δε χανόταν σε αλλεπάλληλες ανατροπές και αχρείαστες υποπλοκές που αποδυναμωνουν εν τέλει παρά εμπλουτίζουν την αφηγηματική του δύναμη. Διαθέτει όμως σκηνοθετική στιβαρότητα και καλλιτεχνική αρτιότητα, ικανή να σε κάνει να παραβλέψεις τα όποια ατοπήματα και να γοητευτείς από αυτό, χωρίς ποτέ ωστόσο να παραδοθείς ολοκληρωτικά.