Τίποτα δεν σταματά την Κάτια, τη 35χρονη Γερμανίδα που παντρεύεται τον τουρκικής καταγωγής Νούρι, ακόμα και μέσα στη φυλακή. Εκείνος, πρώην έμπορος ουσιών αλλά τώρα αποφασισμένος να αλλάξει τη ζωή του, εκείνη φοιτήτρια ανθρωπολογίας που αψηφά την επικριτική της μητέρα, δεν ανταλλάζουν βέρες αλλά χαράζουν στα δάχτυλά τους τατουάζ - σύμβολα της δικής τους αιώνιας αγάπης και δέσμευσης. Εξι χρόνια μετά τους συναντάμε στη γειτονιά τους στο Kρόιτσμπεργκ - εκείνος δουλεύει στο φορολογικό γραφείο που έχει στήσει για να βοηθά τους Τούρκους μετανάστες, εκείνη φέρνει τον εξάχρονο γιο τους για να περάσει την μέρα με τον μπαμπά του. Μόνο που δε θα είναι μία συνηθισμένη μέρα για την οικογένειά τους. Μία βόμβα εκρήγνυται ακριβώς μπροστά από το γραφείο του Νούρι και η Κάτια χάνει τον σύντροφό της, το παιδί της και τη γη κάτω από τα πόδια της μέσα σε μια στιγμή. Η πραγματική όμως τραγωδία δεν έχει ακόμα ξεκινήσει. Γιατί το ωστικό κύμα που προκαλεί αυτή η έκρηξη έχει να κάνει με πολλά περισσότερα. Ποιος ευθύνεται; Γείτονες, media, φίλοι αλλά και οι ίδιοι οι γονείς τεντώνουν το δάχτυλο στο παρελθόν του Νούρι. Η αστυνομία ψάχνει ενόχους σε γνωστά ρατσιστικά μονοπάτια (ακόμα και το σκίτσο μιας γυναίκας που περιγράφει η Κάτια μεταφράζεται σε «ανατολικοευρωπαία»). Η πραγματικότητα όμως είναι ακόμα πιο ζοφερή: το χτύπημα ήταν εθνικιστικό, οι ένοχοι είναι Γερμανοί, και το νεοναζιστικό φασιστικό ρεύμα που δε δέχεται οποιαδήποτε διαφορετικότητα να συνυπάρχει, ηχηρά παρόν. Θα μπορέσει να επέλθει μία λύση μέσα από το δημοκρατικό δικαστικό σύστημα; Ή η αυτοδικία είναι ο μόνος δρόμος;
Ο Φατίχ Ακίν («Μαζί, Ποτέ», «The Cut», «Crossing the Bridge», «Soul Kitchen») κατασκευάζει ένα θρίλερ εκδίκησης με πολιτικό περίγραμμα και αφυπνιστικό μήνυμα για την εκρηκτική αύξηση εγκλημάτων μίσους που πλήττουν τη Γερμανία τα τελευταία χρόνια. Μία χώρα που έχει περάσει πάνω από μισό αιώνα παλεύοντας ενοχικά με τα φαντάσματα του παρελθόντος, αλλά δεν έχει καταφέρει να ξεριζώσει τις επικίνδυνες εθνικόφρονες κορώνες του κοινωνικού της ιστού. Η διαφορετικότητα δεν έχει γίνει ποτέ πραγματικά αποδεκτή στη Γερμανια και τώρα που όλη η Ευρώπη μοιάζει να γέρνει ανησυχητικά προς την άκρα δεξιά, οι ρατσιστικές εκδηλώσεις έχουν ανασηκώσει κεφάλι, μαζί με το θρασύ τεντωμένο δεξί χέρι τους.
Αυτό όμως που πρώτα ενδιαφέρει τον Ακίν είναι η προσωπική ιστορία. Ο άνθρωπος που βάλλεται στο επίκεντρο αυτού του πολιτικού παραλογισμού. Με κάμερα στον ώμο (θυμίζοντας το «Μαζί, Ποτέ») βουτά με ενέργεια, φρεσκάδα, τρέλα και τρυφερότητα στην πρώτη σεκάνς - στο γάμο στις φυλακές. Δύο εναντίον όλων, ερωτευμένοι, γελαστοί, αν και έγκλειστοι, δέσμιοι σ' ένα πρόχειρα στημένο πανηγύρι. Για αυτό και τα κοντινά στην οικογένεια που σχηματίστηκε, έξι χρόνια μετά. Το αξιολάτρευτο μυωπικό πιτσιρίκι τους, την οικειότητά τους, τους καθημερινούς διαλόγους. Οταν όλο αυτό ανατινάσσεται, κυριολεκτικά, ο φακός του Ακίν θα μείνει κολλημένος στο πρόσωπο της ηρωίδας του. Οχι μόνο γιατί μέσα από κάθε της σπαραγμό, παίρνει τις σωστές, ανθρώπινες διαστάσεις το αντίκτυπο ενός εγκλήματος μίσους, αλλά ίσως και γιατί θέλει να τονίσει την μοναξιά της. Μια μοναξιά τόσο προσωπική, όσο και πολιτική: μόνη απέναντι σ' ένα σύστημα που δεν προσφέρει ασφάλεια, ούτε δικαιοσύνη, ούτε τιμωρία, ούτε κάθαρση.
Παρακολουθώντας, στο πρώτο μέρος της ταινίας, την καθημερινότητα μετά την τραγωδία, ο Ακίν θέλει να συλλάβει κάτι πολύ πιο επικίνδυνο από βόμβες: την κανονικοποίηση της ξενοφοβίας κι έτσι τη βουβή συναίνεση απέναντι στο ρατσισμό. Κι αν οι δικαστικές σεκάνς θυμίζουν λίγο περισσότερο τηλεοπτικό μελόδραμα, κι όχι το παρορμητικό σινεμά του, το μήνυμα αυτής ακριβώς της θεσμικής μοναξιάς είναι ξεκάθαρο.
Κάπως έτσι ο Ακίν δικαιολογεί την τελευταία πράξη εκδίκησης. Η ηρωίδα του πρέπει να δικαιώσει το σαμουράι τατουάζ της, ακολουθώντας τους ενόχους στην Ελλάδα (όπου έχουν συνδέσμους με τη Χρυσή Αυγή - μάλιστα ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης κάνει μία guest, αλλά καίρια εμφάνιση).
Κάπου εκεί η ταινία χάνει τόσο την κινηματογραφική της στιβαρότητα και πρωτοτυπία (εφόσον δηλώνει ιστορία εκδίκησης, μπορούμε να φανταστούμε την κατάληξη), όσο και τον άξονά της στο πολιτικό της δίλημμα. Ενώ το φινάλε θα έπρεπε να δυναμιτίζει τις αισθήσεις, η επιλογή του μοιάζει περισσότερο να γειώνει τις προσδοκίες μας για κάτι θα ξεκινούσε έναν ουσιώδη διάλογο για τη ζοφερή επικαιρότητα μας.
Παρόλα αυτά ο Ακίν καταθέτει ένα σινεμά που έχει βλέμμα, δύναμη, άποψη κι ενέργεια. Και πάνω από όλα μία εξαιρετική πρωταγωνίστρια, άξια βραβείου. Μεγάλη έκπληξη η Νταϊάν Κρούγκερ με μία ερμηνεία που οι μικρές, κλεφτές στιγμές αξίζουν ακόμα περισσότερο από τα μπραβάντο ξεσπάσματα. Την πιστεύεις, τη νιώθεις, την συμπονάς, βρίσκεσαι δίπλα της σε όλη την κάθοδό της στην κόλαση.
Κρίμα που το fade to black τέλος δεν τη δικαιώνει.