Το χειμώνα του 1952, οι Βρετανικές αρχές εισέβαλαν στο σπίτι του μαθηματικού κι αναλυτή, Αλαν Τιούρινγκ και τον συνέλαβαν για «απρεπή συμπεριφορά», μία κατηγορία που αργότερα θα οδηγούσε στην καταδίκη του με την κατηγορία της ομοφυλοφιλίας. Ωστόσο, κανένας δεν γνώριζε πως επρόκειτο για ένα πρωτοπόρο και ιδιοφυή επιστήμονα στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε καθοδηγήσει με επιτυχία μια ομάδα επιστημόνων κι «έσπασε» τον κώδικα της περίφημης Γερμανικής μηχανής, Enigma. Ενα πορτραίτο ενός σπουδαίου και περίπλοκου ανθρώπου, στον οποίο εκατομμύρια άνθρωποι οφείλουν τη ζωή τους.

Αν θα έπρεπε να συγκρίνεις το «Παιχνίδι της Μίμησης» με μια άλλη ταινία με την οποία μοιράζονται αισθητική, λογική, η φιλοδοξία, τότε πιθανότατα, κοιτάζοντας στο πρόσφατο παρελθόν, αυτή δεν θα ήταν άλλη από τον «Λόγο του Βασιλιά».

Και οι δυο βασισμένες σε μια αληθινή ιστορία και οι δυο με κατεύθυνση από την εξωτερική λωρίδα της οσκαρικής κούρσας με στόχο κάθε κατηγορία των βραβείων και οι δυο φτιαγμένες με προσοχή στην κάθε λεπτομέρεια και μια σαφή βρετανική φινέτσα.

Αν υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις δυό όμως, είναι φυσικά πως στον «Λόγο του Βασιλιά», το λούστρο της παραγωγής υποστήριζε μια ιστορία που κατέληγε σε ένα με τον δικό της τρόπο μεν, μα αδιαμφισβήτητο happy end.

Κάτι τέτοιο απουσιάζει παντελώς από την αληθινή ιστορία του Αλαν Τιούρινγκ κι ως εκ τούτου κι από την λογική της ταινίας που αντίθετα παίρνει μια σχεδόν πολεμική στάση μπροστά σε μια νομοθεσία και μια νοοτροπία απέναντι στην ομοφυλοφιλία η οποία ουσιαστικά στοίχισε την ζωή στον ήρά της και την «τιμή» αμέτρητων ανδρών όσο καιρό εφαρμοζόταν.

Ομως το «Παιχνίδι της Μίμησης» δεν είναι μια ταινία με μια πολιτική μόνο χροιά, αλλά την ίδια στιγμή κι ένα θρίλερ εποχής, που τοποθετεί δίπλα δίπλα την αγωνία μιας ολόκληρης ηπείρου απέναντι στην απειλή των Ναζι και την αγωνία του ανθρώπου που ανάλαβε να βρει την λύση στο κρυπτογραφικό «Enigma» που θα έκανε την διαφορά μεταξύ νίκης και ήττας.

Με τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς να ισορροπεί με απόλυτη επιτυχία στην γκρίζα ζώνη μιας προβληματικής ιδιοφυΐας και το υπόλοιπο βρεταννικό καστ να δίνει στο φιλμ τις προφορές και το ύφος που του αξίζει, μένει στον Μόργκαν Ντίλντουμ να επενδύσει την αφήγηση με μια αίσθηση αγωνίας εσωτερικής και αφηγηματικής.

Κι αν το ζητούμενο φυσικά επιτυγχάνεται και το φιλμ παρακολουθείται απνευστί δεν μπορείς παρά να μην αναρωτηθείς για το πως μια τέτοια ιστορία θα μπορούσε να ειπωθεί από έναν σκηνοθέτη που θα προσπαθούσε να πάρει μερικά παραπάνω ρίσκα και να μην ακολουθήσει κατά γράμμα την λογική μιας ταινίας που είναι ξεκάθαρο πως έχει στο μυαλό της τα Οσκαρ κι ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό.

Τι ωφελεί όμως να αναρωτιέσαι για το τι θα μπορούσε να είναι αυτό που έχεις ήδη μπροστά σου; Στην περίπτωση του συγκεκριμένου φιλμ όχι πολλά εφόσον «Το Παιχνίδι της Μίμησης» είναι μια χορταστική κάτι παραπάνω από αξιοπρεπής ταινία, βασισμένη σε μια συναρπαστική, ιστορία. Που όμως ακόμη κι αν δεν ξέρεις την κατάληξή της, κατορθώνει κατά στιγμές να μοιάζει λίγο περισσότερο «γνώριμη» απ όσο θα της άξιζε...