Η Αννα, ένα ορφανό 18χρονο κορίτσι, μεγαλώνει σιωπηλά και υπάκουα σ' ένα μοναστήρι της σταλινικής Πολωνίας του 1961. Λίγες μέρες πριν πάρει τους όρκους αγνότητας, η ηγουμένη της αποκαλύπτει για πρώτη φορά ότι έχει μία εν ζωή συγγενή. Μια θεία, τη Γουάντα, αδελφή της μητέρας της, που μένει στην πόλη και πρέπει να τη συναντήσει. Η Αννα βρίσκεται για πρώτη φορά εκτός των τειχών του μοναστηριού κι αντιμέτωπη με μία 45χρονη γυναίκα εκ διαμέτρου αντίθετη από εκείνην. Κυνική, μπλαζέ, σκληρή, όσο περιμένει τον εραστή της να ντυθεί και να φύγει, καπνίζοντας και πίνοντας, ο Γουάντα αποκαλύπτει στην Αννα ότι το πραγματικό της όνομα είναι Ιντα Λίμπενσταϊν και είναι Εβραία. Η οικογένειά τους εκδιώχθηκε από τους Ναζί στον πόλεμο και Χριστιανοί Πολωνοί αρχικά τους έκρυψαν και μετά τους πρόδωσαν. Η Γουάντα επέζησε γιατί έφυγε να πολεμήσει στην αντίσταση. Η Ιντα επέζησε γιατί ήταν μωρό, κάποιος τη λυπήθηκε και την παράτησε στην Εκκλησία. Οι δύο γυναίκες θα ξεκινήσουν ένα ταξίδι δρόμου προς το χωριό που είναι θαμμένη η μητέρα της Ιντα, ψάχνοντας όσα τους ενώνουν κι όσα ρήμαξαν μια χώρα.

Ο Παβλικόφσκι επιστρέφει στη γενέτειρά του Πολωνία μετά από χρόνια στην Μ. Βρετανία (όπου μας είχε συστηθεί με το υπέροχο «Last Resort» το 2000 και στη συνέχεια με τα «Μy Summer of Love», 2004, και «Η Γυναίκα του Πέμπτου, 2011). Mία κινηματογραφική επιστροφή και ένα αντίστοιχο βλέμμα στο πολιτικό παρελθόν: η γενιά του είναι παιδιά της ίδιας ιστορικής πληγής που βαραίνει ακόμα μία χώρα που έχασε το 1/3 του πληθυσμού της μέσα σε λίγα ναζιστικά χρόνια. Αυτοί που έμειναν ορφανοί, μεγάλωσαν μαζί με όσους πρόδωσαν για να επιζήσουν.

Τον σκηνοθέτη όμως δεν τον ενδιαφέρει ένα καταγγελτικό σινεμά, τουλάχιστον όχι στο λόγο. Γυρίζοντας σε ασπρόμαυρο, και σε 1.37:1 (academy ratio), ο Παβλικόφσκι θα αφήσει τις εικόνες του να μιλήσουν σε όσους θέλουν να ακούσουν, τα κάδρα του θα επιβάλλουν την υποβλητική τους αυστηρή μελαγχολία και μεστή σιωπή. Εκείνος κρατά την κάμερα με ψυχραιμία, καμία μανιερίστικη ένταση, αντιθέτως, με εξαιρετική οικονομία. Ο συννεφιασμένος γκρίζος ουρανός της Πολωνίας καδράρεται στα 2/3 των πλάνων του. Τα ταβάνια του μοναστηριού, οι τοίχοι των κτιρίων, τα δέντρα, τα παράθυρα είναι ψηλά και ρίχνουν το φως τους σε πρόσωπα και φιγούρες που περιορίζονται στο κάτω μέρος, σαν οι άνθρωποι να σηκώνουν όλο το βάρος του κόσμου. Σαν όλα τα ανείπωτα να σχηματίζουν τη βαριά πρωινή ομίχλη της χώρας, κι όχι το κρύο της. Και ο κάτοικοι περπατούν σκυφτοί, κοιτούν χαμηλά και συνεχίζουν.

Παρόλο που οι επιρροές του Ντράγιερ, του Μπρεσόν, του Μπέργκμαν (ακόμα και του νεότερου Χάνεκε) ελλοχεύουν στις φωτοσκιάσεις του ασπρόμαυρου στιλ του, υπάρχει μία ζεστή νότα ζωής στην κινηματογράφηση του Παβλικόφσκι, έτσι όπως κοιτάει την «Αννα/Ιντα» του - σαν φιγούρα από πίνακα του Βερμέερ, ένα πλάσμα αθώο, φωτεινό, απαράμιλλα όμορφο κι ανεπίστρεπτα χαμένο στο χρόνο. Μία Πολωνία που δε θα ξαναβρούν ποτέ, που τώρα κυκλοφορεί με άλλο όνομα, άλλη ταυτότητα. Εξαιρετική, μετρημένη, απύθμενα αισθαντική η Αγκάτα Τρεμπουσκόφσκα κουβαλάει την αγνότητά της σαν καζάνι που σιγοβράζει κι έρχεται σε αντίθεση με την εξίσου συγκλονιστική Αγκάτα Κουλέσα που ερμηνεύει τη ρημαγμένη από τις ενοχές και τον καημό θεία. Ενα κορίτσι που δεν έχε ζήσει τίποτα, πιστεύει στο Θεό, είναι έτοιμο να θυσιάσει τη ζωή της. Μία γυναίκα που έχει ζήσει τα πάντα, θυμάται τα πάντα, έχει χάσει την πίστη της ανάμεσα στη σύγχρονη συλλογική αμνησία και πολιτική υποκρισία. Η Κουλέσα φορά τον κυνισμό και την οργή της τόσο πονεμένα, που σε πείθει: κανένα ποτό, κανένα τσιγάρο, κανένα hate sex δεν μπορεί να την κάνει να ξεχάσει. (Το βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο 5ο Φεστιβάλ Les Arcs δόθηκε εξιμισείας στις δύο ηθοποιούς).

Ο Παβλικόφσκι έχει την μοναδική ιδιότητα να κοιτά κατάματα το παγερό, απαισιόδοξο περιβάλλον, συνεχίζοντας όμως να αγαπά και να πιστεύει στους ανθρώπους που το κατοικούν (αναζητήστε το «Last Resort» όσοι δεν το έχετε δει). Αυτό δεν σημαίνει επίλυση, δίδαγμα ή χάπι εντ. Σημαίνει συναίσθηση, βλέμματα, κατανόηση. Μια αγκαλιά αποχαιρετισμού που φτάνει μέχρι το κάθισμά σου.

Κι αυτό που σου μένει είναι η σιωπή. Ενα αριστοτεχνικό sound design που δεν το καταλαβαίνεις ίσως όσο βιώνεις την ταινία, αλλά σε έχει στοιχειώσει όσο και οι εικόνες της. Η βουβή επιβολή του δόγματος στο μοναστήρι, το αιρετικό κουδούνισμα των μαχαιροπήρουνων την ώρα της σούπας, τα κόκκαλα των νεκρών σου μέσα σ' ένα μεταξωτό μαντήλι. Η τζαζ του Κολτρέιν να σοκάρει τις αισθήσεις και ταυτόχρονα να τους υπόσχεται ότι μπορούν, οφείλουν, να ονειρευτούν και κάτι παραπάνω...

Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου, 2013. Grand Prix και Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βαρσοβίας, 2013. Βραβείο Καλύτερης ταινίας και Γυναικείας Ερμηνείας στο 5ο Φεστιβάλ Les Arcs.