Ο Αντώνης Κοκοβίκος ανώτερος υπάλληλος υπουργείου, συζεί εδώ και 10 χρόνια σε ένα παλιό φτωχικό σπίτι, με την κυρία Ελένη, μία απλή και υπομονετική γυναίκα που τον υπηρετεί φροντίζοντας για όλες τις ανάγκες του σαν δούλα. Ο Αντώνης, βολεμένος σε αυτή την κατάσταση, αρνείται πεισματικά να την παντρευτεί και όταν μετά από πίεση των φίλων του το κάνει, θα βρει απέναντί του μια διαφορετική κυρία Ελένη.

[Η κριτική αφορά την επιχρωματισμένη εκδοχή της ταινίας του Γιώργου Τζαβέλλα «Η Γυνή να Φοβήται τον Ανδρα»]

Προφανώς και υπήρχε λόγος για τον οποίο ο Γιώργος Τζαβέλλας γύρισε το «Η Γυνή να Φοβήται τον Ανδρα», εν έτει 1965, σε ασπρόμαυρο, ενώ είχε την επιλογή του έγχρωμου.

Οπως υπάρχει πάντοτε κάποιος λόγος για τον οποίο μια ταινία είναι ασπρόμαυρη, είτε αυτός είναι η ανάγκη (για όσες ταινίες γυρίστηκαν πριν την εφεύρεση και την επικράτηση του χρώματος στο σινεμά), είτε αυτός είναι το καλλιτεχνικό όραμα που ρισκάρει (σπάνια μεν, αλλά με εξέχοντα παραδείγματα μέσα στις δεκαετίες) να αγνοήσει την απόλυτη κυριαρχία – και συνεπακόλουθα την εμπορικότητα - του χρώματος.

Η ταιριαστή επιλογή του Τζαβέλλα (και ανεξάρτητα απο οποιονδήποτε δικό του λόγο που δεν θα μάθουμε ποτέ) υπήρξε ευθυγραμμισμένη με όλη του τη φιλμογραφία - καμία ταινία του δεν είναι έγχρωμη - και, το κυριότερο, απόλυτα συνεπής με μια ιστορία που δεν θα μπορούσε παρά να γυριστεί σε μελαγχολικό, νοσταλγικό και σε στιγμές αυστηρό ασπρόμαυρο.

Περισσότερο από την ηθογραφία που κρύβεται στην καρδιά της ταινίας που έμελλε να είναι και το κύκνειο άσμα του Γιώργου Τζαβέλλα, περισσότερο και από μια χαρακτηριστική σπουδή πάνω στην πάλη των φύλων, περισσότερο και από μια καλοκουρδισμένη κομεντί από τις καλύτερες που γυρίστηκαν ποτέ στο ελληνικό σινεμά, το «Η Γυνή να Φοβήται τον Ανδρα» είναι μια ταινία για το τέλος. Το τέλος των μονοκατοικιών, το τέλος των παρωχημένων νοοτροπιών, το οριστικό τέλος του έρωτα δύο ερωτευμένων ανθρώπων.

Σε ένα ασπρόμαυρο flashback μιας κοινής ζωής που τέλειωσε ανεπιστρεπτί με τον πιο βίαιο τρόπο, παίρνοντας μαζί της από ανθρώπους μέχρι μπετά, ο Γιώργος Τζαβέλλας χρωματίζει έτσι κι αλλιώς με ολοκάθαρες γραμμές και φωτεινά χρώματα τις λεπτές αποχρώσεις στους χαρακτήρες του Αντωνάκη και της Ελένης: τον τρόπο με τον οποίο αγαπιούνται, τον εγκλωβισμό τους μέσα στα στερεότυπα της εποχής, την ανακολουθία ανάμεσα σε όσα τους ένωσαν και όσα απειλούν να τους χωρίσουν.

Ηδη από την πρώτη σκηνή στο γιαπί, ο φακός του Τζαβέλλα διακρίνει στους παλιοκαιρισμένους τοίχους του σπιτιού του για λίγες ώρες ζεύγους Κοκοβίκου τα σημάδια από τα παλιά έπιπλα που δεν έχουν πια καμία αξία. Και μέχρι να φτάσει στο συγκινητικό φινάλε έχει διασχίσει μια ολόκληρη συλλογή από αναμνήσεις που χάνονται, αναμνήσεις που ήταν τέτοιες ήδη από τη στιγμή που γυριζόταν η ταινία σε μια Ελλάδα που άλλαζε, αποκτώντας ερήμην του «ασπρόμαυρου» παρελθόντος της τα εκτυφλωτικά – σχεδόν εκβιαστικά – χρώματα ενός «λαμπρού» μέλλοντος.

Ο επιχρωματισμός της ταινίας που έγινε με αφορμή τα 50 χρόνια της εταιρίας Καραγιάννης – Καρατζόπουλος (η οποία κατέχει και τα δικαιώματα αρχικής παραγωγής της Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης), ερχεται μισό αιώνα μετά τη δημιουργία της για να αποδείξει το αυταπόδεικτο. Και δεν αναφέρεται κανείς στο γεγονός πως έτσι κι αλλιώς η διαδικασία επιχρωματισμού ταινιών σε Χόλιγουντ, Μπόλιγουντ και Ευρώπη που ξεκίνησε τη δεκαετία του '70 για να μεσουρανήσει στα 80s, εξαφανίστηκε έκτοτε ως «αποτυχημένη» ως προς την αρχική της φιλοδοξία να γνωρίσει παλιές ταινίες σε νέο κοινό.

Το αυταπόδεικτο; Η έγχρωμη «Γυνή να Φοβήται τον Ανδρα» μοιάζει παλιότερη από την ασπρόμαυρη πρωτότυπη εκδοχή της.

Και αυτό είναι κάτι που υπερτερεί οποιασδήποτε εμβάθυνσης στα πώς και τα γιατί του συγκεκριμένου επιχρωματισμού που – ειδικά στην περίπτωση αυτής της ταινίας είχε την ευτυχία να έχει και μάρτυρες (ελπίζουμε με καλή μνήμη) για να δώσουν τα φώτα τους γύρω από τις χρωματικές επιλογές της εποχής.

Ο επίπεδος χρωματισμός της (εμφανής – αφού η ταινία δεν έχει φωτιστεί για να γυριστεί έγχρωμη) μετατρέπει τη νοσταλγία σε μια αυτόματη αίσθηση ρετρό, φέρνοντας την όποια διαχρονικότητα του εσωτερικού ρυθμού, των ερμηνειών και της κινηματογράφησης του Τζαβέλλα στα επίπεδα μιας vintage καρτ-ποστάλ που χαζεύεις με περιέργεια, χωρίς ποτέ να μπορέσεις να βρεθείς πίσω από την επιφάνεια.

Αφήνοντας κατά μέρος τις τονικές διαφορές ανάμεσα σε πλάνα του ίδιου location, την αίσθηση μιας υπερβολής σε σκηνές που αν είχαν γυριστεί έγχρωμες θα ήθελαν τελείως διαφορετική εργασία από τον σκηνογράφο, την πλαστικότητα στα πρόσωπα και τα νέα επίμονα κίτρινα credits που κατά την προσφιλή «βέβηλη» συνήθεια της Καραγιάννης - Καρατζόπουλος καταστρέφουν εδώ και χρόνια την αρχή και το τέλος των ελληνικών ταινιών του καταλόγου της, μπορεί όντως κανείς να αναγνωρίσει μια συνοχή και έναν επαγγελματισμό στη διαδικασία τουε επιχρωματισμού που έγινε από τα West Wing Studios Inc. στην Φλόριντα των Η.Π.Α.

Μετά από λίγη ώρα μέσα στην ταινία είναι αλήθεια πως ξεχνάς ότι βλέπεις μια επιχρωματισμένη εκδοχή της, αφού καταχωρημένη στη μνήμη σου ως ασπρόμαυρη, η ταινία παραμένει τέτοια όσα «χέρια» και αν περάσουν από πάνω της. Και, ναι, ίσως δεν αλλάζει τίποτα στη δυναμή της, ίσως όμως και όλα, αφού – πέρα από πειράματα και το αξιοπερίεργο μιας (ήδη ξεπερασμένης) τεχνικής, δεν έχεις κανένα λόγο να δεις (πόσο μάλλον αν είναι για πρώτη φορά στη ζωή σου) μια από τις ωραιότερες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ με τον τρόπο που δεν επέλεξε ο δημιουργός της.