Αναζητώντας μία καινούργια αρχή, η πρόσφατα χωρισμένη Σάρα και η έφηβη κόρη της Ελίσα μετακομίζουν στο σπίτι των ονείρων τους - στο δάσος μίας μικρής πόλης. Η Ελίσα γνωρίζεται με τον συνομήλικό της Ράιαν, ο οποίος ζει στο γειτονικό σπίτι, χωμένο ακόμα περισσότερο στην ερημιά. Οταν κάποια ανεξερεύνητα φαινόμενα συμβαίνουν στις δύο γυναίκες, το μυστικό του γειτονικού σπιτιού αρχίζει να ψιθυρίζεται δειλά από τους κατοίκους της μικρής κωμόπολης: η αδελφή του Ράιαν είχε δολοφονήσει ένα βράδυ τους γονείς της στο κρεβάτι τους και μετά «εξαφανίστηκε»...

Αναζητώντας μία καινούργια αρχή, η πρόσφατα χωρισμένη Σάρα και η έφηβη κόρη της Ελίσα μετακομίζουν στο σπίτι των ονείρων τους - στο δάσος μίας μικρής πόλης. Η Ελίσα γνωρίζεται με τον συνομήλικό της Ράιαν, ο οποίος ζει στο γειτονικό σπίτι, χωμένο ακόμα περισσότερο στην ερημιά. Οταν κάποια ανεξερεύνητα φαινόμενα συμβαίνουν στις δύο γυναίκες, το μυστικό του γειτονικού σπιτιού αρχίζει να ψιθυρίζεται δειλά από τους κατοίκους της μικρής κωμόπολης: η αδελφή του Ράιαν είχε δολοφονήσει ένα βράδυ τους γονείς της στο κρεβάτι τους και μετά «εξαφανίστηκε»...

Δίχως να είμαστε καθόλου σίγουροι, διακινδυνεύουμε να υποθέσουμε πως η Τζένιφερ Χάντσον δέχτηκε τον ρόλο σε αυτή την υπερβολικά συνηθισμένη ταινία τρόμου είτε γιατί ήθελε να γίνει cool για τα πιτσιρίκια και υπέγραψε το σενάριο πριν έρθει ο ρόλος στους «Αγώνες Πείνας» ή γιατί αυτό που θέλει στ΄αλήθεια να κάνει είναι να γίνει singer-songwriter και το φιλμ της έδωσε την ευκαιρία να δείξει κάτι από το αληθινό μουσικό της ταλέντο.

Κανείς από τους δύο λόγους δεν είναι αρκετός πάντως για να δικαιολογήσει την σπατάλη μιας ιδιαίτερα ταλαντούχας νεαρής ηθοποιού σε έναν τόσο νυσταλέο ρόλο και σε μια ταινία που δεν έχει τίποτα να προσφέρει στο είδος εκτός από ένα αναμάσημα κλισέ του τρόμου.

Ψυχολογικά μπερδέματα, φαντάσματα από το παρελθόν, ένα σκοτεινό υπόγειο και μερικές αληθινά παράξενες οικογενειακές σχέσεις αποτελούν το σκηνικό της δράσης αυτού του θρίλερ των προαστίων που μοιάζει με κάτι που το έχεις ξαναδεί τόσες πολλές φορές ώστε δεν ξέρεις απλά πως θα εξελιχθεί, αλλά ξέρεις ακριβώς και σε ποια σημεία θα τρομάξεις.

Κι ο Μαρκ Τοντεράι, ο Βρετανός σκηνοθέτης του επίσης αδιάφορου «Hush» που κάνει εδώ το αμερικάνικο ντεμπούτο του, δεν επιδεικνύει καν μια ενδιαφέρουσα αισθητική προσέγγιση στο υλικό του, ούτε την ικανότητα να δομήσει έναν αξιοπρεπή μηχανισμό σασπενς.

Αυτό που μένει είναι η πάντα αγαπημένη παρουσία της Ελίζαμπεθ Σου και η ερμηνεία της Τζένιφερ Λόρενς που ακόμη κι αν δεν έχει πολλά να κάνει τα κάνει όσο καλύτερα μπορεί.

Από την άλλη, έχοντας στο παρελθόν επιβιώσει στην οθόνη από την άξεστη οικογένειά της στην «Καρδιά του Χειμώνα» και βγει νικήτρια στους «Αγώνες Πείνας», μοιάζει λίγο δύσκολο να πιστέψεις πως κινδυνεύει στ΄ αλήθεια στα χέρια ενός μισοκακόμοιρου δολοφόνου με προβλήματα ταυτότητας.

Κι αυτή δυστυχώς είναι η μικρότερη αστοχία ενός φιλμ που μοιάζει στημένο αποκλειστικά σε κλισέ, ένα πρόχειρο σενάριο και μια ικανή, αλλά τίποτα παραπάνω, εκτέλεση.