Εχοντας αποτύχει να σκοτώσουν τ’ αφεντικά τους στην προηγούμενη ταινία, ο Νικ, ο Κερτ και ο Ντέιλ εγκαταλείπουν το υπαλληλίκι και ιδρύουν τη δική τους εταιρεία, η οποία οδεύει προς την καταστροφή όταν ο πιθανότερος χρηματοδότης τους, τούς βάζει χαρακτηριστικά ανήθικη καπιταλιστική τρικλοποδιά. Η λύση; Ν’ απαγάγουν το γιο του και να ζητήσουν λύτρα για να σώσουν την επιχείρησή τους.

Τρία χρόνια πήρε η αναμονή για το σίκουελ του «Horrible Bosses», αυτή τη φορά με τον Σον Αντερς να κάθεται στην καρέκλα που άφησε ο Σεθ Γκόρντον. Ο σεναριογράφος κωμωδιών σαν το «Hot Tub Tim Machine», το «We’re the Millers» και το προσεχές «Dumb and Dumber To» σκηνοθετεί μια κωμωδία πιο ήπιων τόνων, σαν το «Σκότωσε τ’ Αφεντικά σου» να πήρε ελαφρά ηρεμιστικά, πράγμα που ενδέχεται ν’ απογοητεύσει τους ορκισμένους fans της πρώτης, κάφρικης ταινίας, αλλά και να την κάνει πιο εύπεπτη για το υπόλοιπο κοινό.

Η δράση είναι πιο συγκεντρωμένη και η έμφαση δίνεται στο τρίο των ηρώων, τους losers ευρεσιτέχνες του εγκλήματος, οι οποίοι στιγμή δεν παύουν να είναι τόσο ανόητοι όσο και αστείοι, με τον Τσάρλι Ντέι να παίρνει, αυτή τη φορά, τα ηνία της υπερκινητικής πλάκας. Οι «αποσπάσεις» της ιστορίας είναι εδώ πιο περιορισμένες, παρότι δίνουν στο φιλμ το χαρακτηριστικό της στίγμα η καθεμιά: ο Κρις Πάιν στο ρόλο του απαχθέντος γιου πλουσίου αποδεικνύει ότι είναι καλύτερος ως κωμικός, παρά ως ζεν πρεμιέ, η Τζένιφερ Ανιστον είναι και πάλι διαολεμένα σέξι νυμφομανής οδοντίατρος, παρά το ότι έχει «λειάνει» το πρόσωπό της, ο Κριστόφ Βαλτς δυστυχώς είναι μόνο διακοσμητικός, ο Τζέιμι Φοξ ένα ασυγκράτητο hot machine, ο Κέβιν Σπέισι σαρδόνιος με το μοναδικό δικό του τρόπο, όλοι όμως κρατούν στο μίνιμουμ τις εμφανίσεις τους, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο δράσης στους τρεις πρωταγωνιστές.

Κι αν το σίκουελ αυτό δεν έχει την ενέργεια και το υπερβατικό (και σ’ όποιον αρέσει) χιούμορ της πρώτης ταινίας, παραμένει μια διασκεδαστική φωνή επανάστασης κατά των πλουσίων, όσο αυτό μπορεί να γίνει από αγόρια του δημοτικού και ν’ αρέσει σ’ όσους γελούν αντανακλαστικά στο άκουσμα της λέξης «βυζά» ή «πιπί», δηλαδή περίπου σ’ όλον τον κόσμο.