Σε μια από τις αρχικές σκηνές αυτού του επίδοξου «φεστιβάλ κόλασης», η Νάταλι, φοιτήτρια που ενέδωσε στην επιμονή των φιλενάδων της να επισκεφθούν μαζί με τα αγόρια τους ένα περιοδεύον πάρκο τρόμου ένεκα Χάλογουιν, έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τον μασκοφόρο σφαγέα που έχει μπερδευτεί με τους επίσης μασκοφόρους υπαλλήλους του πάρκου για να κάνει ανετότερα τη δουλειά του. Ο δολοφόνος την απειλεί με το μαχαίρι του, η Νάταλι δεν αντιδρά. Τον παροτρύνει μάλιστα να σκοτώσει μια άλλη κοπέλα που εκείνος αρπάζει πίσω από κάτι μπερντέδες. Εκείνος μπήγει το μαχαίρι στο στήθος του κοριτσιού, η Νάταλι τίποτα. Καμία αντίδραση, κανένας φόβος. Πω πω, έμοιαζε τόσο πραγματικό, θα πει στην παρέα της βγαίνοντας από την τέντα.

Η σκηνή, η πιο ενδιαφέρουσα αυτού του κατά τα άλλα παντελώς άχρηστου slasher, συνοψίζει και το κόνσεπτ και τη θεματική του. Ένας μεταμφιεσμένος φονιάς, «χαμένος» ανάμεσα σε δεκάδες άλλους μεταμφιεσμένους σε μια συνθήκη επιβεβλημένων μεταμφιέσεων, ούτε εντύπωση προκαλεί, ούτε υποψίες κινεί, ακόμα κι όταν πετσοκόβει κάποιον. Ο κάποιος, από τη μεριά του, μέχρι να αισθανθεί τη λεπίδα στη σάρκα, πιστεύει πως βρίσκεται σε θέση υπεροχής, βέβαιος ως θεατής πως το προσφερόμενο θέαμα είναι ψεύτικο. Πως δεν μπορεί να τον αγγίξει στ’ αλήθεια, μόνο να τον γαργαλά. Ο, τι δηλαδή νιώθουμε όλοι εμείς οι θεατές παρακολουθώντας μια ταινία φρίκης.

Φυσικά, καθόλου δεν πειράζει που τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι καινούργιο. Πειράζει όμως που, ελλείψει ίχνους έστω φαντασίας ή γούστου στην επεξεργασία τους, όλα υποβιβάζονται στον βαθμό μηδέν, με έναν τρόπο σχεδόν προσβλητικό προς τους φαν του είδους. Έχεις το «Τούνελ του Τρόμου» του Χούπερ, τη «Νύχτα με τις Μάσκες» του Κάρπεντερ, το «Something Wicked This Way Comes» του Κλέιτον, την «Κραυγή Αγωνίας» του Κρέιβεν. Και τι τα κάνεις;

Οι έξι (ναι, έξι!) σεναριογράφοι τα παίρνουν, τα απαλλάσσουν από τα στοιχειώδη έστω κίνητρα θύτη και θυμάτων, τα χτυπούν στο χαλασμένο μίξερ τους και τα κάνουν μπλάστρι ακατάλληλο ακόμα και για γρατζουνιές. Και ο Γκρέγκορ Πλότκιν, σκηνοθέτης της έκτης και πιο αποτυχημένης «Μεταφυσικής Δραστηριότητας», το σερβίρει τεμπέλικα ως παράθεση οριζόντιων τσεκουρωμάτων, κάθετων ξεκοιλιασμάτων και αλά Ορέστης Μακρής ξεματιασμάτων.