Η Μάργκαρετ Θάτσερ, υπερήλικη πια και χωρίς καθαρό έλεγχο των αναμνήσεών της, ταξιδεύει πίσω στην ιστορία της, απ’ όταν ήταν κοριτσάκι και δούλευε στο μπακάλικο του πολιτικοποιημένου της πατέρα, στην άνοδό της, στην πολιτική της δόξα και στο τελείωμα της καριέρας της, αλλά και στην καθοριστική της σχέση με τον πολυαγαπημένο της σύζυγο.

Η πρώτη ταινία με θέμα τη Μάργκαρετ Θάτσερ, οπωσδήποτε δε θα είχε συγκεντρώσει το ενδιαφέρον που προκάλεσε, αν δεν πρωταγωνιστούσε η Μέριλ Στριπ, της οποίας η ερμηνεία είναι και το μοναδικό στοιχείο που εντυπωσιάζει (αλλά με το παραπάνω!) στη δημιουργία της Φιλίντα Λόιντ.

Η σκηνοθέτης επιλέγει να χτίσει την ταινία της σε μια εναλλακτική δομή: η Θάτσερ απεικονίζεται όπως, πιθανόν, είναι τώρα, σε μεγάλη ηλικία και με άνοια, να κάνει flash backs στην ιστορία της, ενώ στο μπερδεμένο της μυαλό τα γεγονότα και τα πρόσωπα συγκατοικούν στον ίδιο χωροχρόνο. Το αποτέλεσμα είναι, η ιστορία μιας από τις ισχυρότερες πολιτικές προσωπικότητες της σύγχρονης εποχής, να συρρυκνώνεται στη φιγούρα μιας αποπροσανατολισμένης γιαγιούλας που λίγο τα μπερδεύει.

Ο λόγος που η Λόιντ κάνει αυτή την επιλογή δεν είναι κατανοητός και, σίγουρα, δεν είναι επιτυχημένος. Η Μάργκαρετ Θάτσερ έζησε πολύ πρόσφατα, είναι για όλους μας οικεία, η πορεία της γνωστή από πρώτο χέρι. Ηταν η πρώτη γυναίκα αρχηγός κόμματος και πρωθυπουργός στη Μεγάλη Βρετανία, μια απόλυτα συντηρητική και πεισματικά αμετακίνητη πολιτικός της δεξιάς, η οποία ωστόσο δεν ήταν κάποιο μυθικό, ή έστω ιστορικό, τέρας, για να χρειαστεί από το σινεμά ν’ αποκτήσει ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Το να της προσφέρει η ταινία μια διάσταση τρυφερότητας είναι περιττό. Η παντελής απουσία, από την άλλη πλευρά, της πολιτικής της δράσης και των συνεπειών της στρατηγικής της είναι μια εμφανής έλλειψη του αδύναμου φιλμ. Αυθόρμητα κάνει ο θεατής τη σύγκριση με το λεπτοδουλεμμένο ιστορικό και ψυχολογικό προφίλ της «Βασίλισσα» πριν λίγα χρόνια, για να βρει συγκριτικά το «The Iron Lady» σοβαρά ανεπαρκές. Το χτένισμα, οι πέρλες, τα μπλε ταγιέρ της Μάργκαρετ Θάτσερ είναι όλα εκεί, το πνεύμα όμως, η πολιτική και ο αντίκτυπος απουσιάζουν.

Υπάρχει, ωστόσο, ένας δυνατός λόγος για τον οποίο αξίζει να δει κανείς το «The Iron Lady» κι αυτός είναι η Μέριλ Στριπ. Οχι, δεν αρκεί η εικόνα που ήδη έχουμε για το πόσο εξαιρετική ηθοποιός είναι. Η ερμηνεία της Στριπ ως Μάργκαρετ Θάτσερ υπερβαίνει και τις ίδιες της τις ικανότητες, αγγίζει επίπεδα που, πραγματικά, δεν πιστεύεις ότι ένας ηθοποιός μπορεί να κατακτήσει, δημιουργεί μόνη της απαιτήσεις και τις υπερκαλύπτει με μεγαλειώδεις ικανότητες. Η Μάργκαρετ Θάτσερ της Μέριλ Στριπ υπερβαίνει τις φυσιογνωμικές, κινησιολογικές και στυλιστικές ομοιότητες. Η ηθοποιός δίνει στην ηρωίδα της χαρακτηριστικά, ακόμα και σκέψεις ή αντιδράσεις, που δεν υπάρχουν ούτε στο σενάριο ούτε στη σκηνοθεσία: υπάρχουν μόνο στο ανεξάντλητο ταλέντο της Μέριλ Στριπ που αποδεικνύει με αυτήν την ταινία ότι δεν έχει ακόμα ξεδιπλώσει όλα όσα κρύβει η μαγική δημιουργική της βαλίτσα.

Βλέποντας, λοιπόν, το «The Iron Lady», κρατήστε την υπεράνθρωπη ερμηνεία της Μέριλ Στριπ και πετάξτε όλα τα υπόλοιπα περί Μάργκαρετ Θάτσερ. Αντ’ αυτού, ακούστε καλύτερα λίγο Clash: «This is England, what we’re supposed to die for».