Κάπου στα Βαλκάνια της δεκαετίας του '30, η νεαρή Αϊρις ολοκληρώνει τις τελευταίες διακοπές της ως δεσποινίδα και πρέπει να επιστρέψει στο Λονδίνο για να αρραβωνιαστεί έναν βαρετό καθώς πρέπει κύριο. Αποκλεισμένη, όπως και όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες του τρένου της επιστροφής, σ' ένα πανδοχείο της Κροατίας γνωρίζει τη Μις Φρόι – μία γλυκιά ηλικιωμένη καθηγήτρια μουσικής με την οποία θα συνταξιδέψουν. Γνωρίζει επίσης και τον νεαρό μουσικό Γκίλμπερτ - «τον πιο αντιπαθητικό άντρα που έχει ποτέ δει στη ζωή της». Μόνο που όταν επιβιβάζονται στην αμαξοστοιχία του Αλφρεντ Χίτσκοκ όλα ανατρέπονται: η Μις Φρόι εξαφανίζεται, ενώ ο Γκίλμπερτ, όπως κάθε συνωμότης στη ζωή οφείλει, είναι ο μόνος που πιστεύει την Αϊρις και στέκεται δίπλα της στη φαινομενικά παρανοϊκή της αναζήτηση για την αλήθεια.

«Η Κυρία Εξαφανίζεται» είναι η προτελευταία ταινία του Χίτσκοκ στη Μ. Βρετανία, πριν δηλαδή διασχίσει τον Ατλαντικό και την πόρτα του παραγωγού Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ που τον έπεισε να κάνει τη «Ρεβέκκα» και να απογειώσει την «αμερικανική» του περίοδο. Εμπλουτισμένη με κατάμαυρο αγγλικό χιούμορ, καυστικό φλέγμα και σαρκαστική κριτική στους συμπατριώτες του, κανείς θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει ότι αυτή ίσως να είναι και η πιο «βρετανική» του ταινία. Ο άρχοντας του σασπένς μπορεί να έχει συνθέσει πολύ περισσότερο περίτεχνα θρίλερ πριν και μετά από αυτή την παραγωγή, αλλά ποτέ ξανά δεν πέτυχε τόσο εύστοχα το συνδυασμό κωμωδίας και μυστηρίου. Το μασκάρεμα μιας ταινίας ως κατασκοπευτική περιπέτεια, ενώ στην καρδιά της πρόκειται για ρομαντική κομεντί. Ή, ακριβώς το αντίθετο.

Γυρισμένη εξολοκλήρου σε στούντιο, σ' ένα σκηνικό 30 μέτρων, αλλά χρησιμοποιώντας επίσης μινιατούρες και την τεχνική της οπισθοπροβολής για να δημιουργήσει την πλάνη της συνεχούς κίνησης, η «Κυρία» του Χίτσκοκ τρέχει καταιγιστικά, κλυδωνίζεται, περνάει από σκοτεινά τούνελ και βγαίνει στο φως – όπως ακριβώς και η αμαξοστοιχία της. Οι σεναριογράφοι Σίντνεϊ Γκίλιατ και Φρανκ Λόντνερ διασκευάζουν το μυθιστόρημα της Εθελ Λίνα Γουάιτ αριστοτεχνικά, προμηθεύοντας το σκηνοθέτη με τις αφορμές που χρειάζεται για να μας χειριστεί, να μας ιντριγκάρει, να μας εμπλέξει σ' ένα δαίδαλο ανατροπών, να μας ξαφνιάσει, να μας διασκεδάσει. Σημαντικοί οι δευτεροχαρακτήρες του που εμπλουτίζουν την ταινία με χαριτωμένους αποπροσανατολισμούς – όπως το δίδυμο των φανατικών του κρίκετ, οι οποίοι περνούν από σκηνή σε σκηνή μιλώντας μόνο για το πρωτάθλημα, αγωνιώντας να προφτάσουν τον αγώνα τους και αγνοώντας ό,τι άλλο συμβαίνει γύρω τους. Μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για το 1938, μία καθόλου τυχαία ιστορική στιγμή για την Ευρώπη. Μία καθόλου τυχαία αλληγορική σπόντα του Χίτσκοκ για τη στάση της Βρετανίας. Οσο γελάμε όμως πρέπει να κρατάμε τα μάτια μας ανοικτά και στο ίδιο το μυστήριο: δεν υπάρχει καμία τυχαία συζήτηση σε όλη τη διάρκεια της ταινίας -ακόμα κι αν στρέφεται γύρω από το αγαπημένο είδος τσαγιού μίας συμπαθητικής ηλικιωμένης κυρίας- που να μην μας δίνει ένα κλου για την επίλυσή του.

Ολα τα κλειδιά όμως βρίσκονται στα χέρια του ζευγαριού. Δημιουργώντας μία ακόμα δυνατή γυναικεία φιγούρα, ο Χίτσκοκ αφήνει το τιμόνι του τρένου στην Αϊρις, αλλά της δίνει ως απαραίτητο συνεπιβάτη, συνοδοιπόρο, σύντροφο τον μόνο άντρα που, παράλογα, την πιστεύει. Ακολουθώντας πιστά τους κανόνες των screwball comedy, οι ήρωες αρχικά αντιπαθιούνται θανάσιμα (εκείνη κακομαθημένη γλωσσού, εκείνος προκλητικό αρσενικό κοκόρι) για να καταλήξουν να στηρίζουν τον κορμό της ταινίας ως δύο ατσάλινες ράγες που πάνω τους τρέχει χωρίς φρένα μία δυνατή ερωτική ιστορία. «Σ' αγαπάω γιατί μου θυμίζεις τον πατέρα μου», της λέει. Ποια κυρία θα μπορούσε να αντισταθεί σε τέτοιο κομπλιμέντο, να μην εξαφανίσει, οικειοθελώς, τον παλιό της εαυτό και να εμφανιστεί ξανά δίπλα στον άντρα της;