Ενα άδειο ξενοδοχείο στη μέση του πουθενά. Εκτός σεζόν. Ο Αντώνης Παρασκευάς φτάνει κρυμμένος στο πορτ-μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου κι οργανώνει την καθημερινότητά του με απλές, επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες, όσο θα κρατήσει η ηθελημένη αποχώρησή του από τον κόσμο των media και του τηλεοπτικού πρωινού, του οποίου υπήρξε βασιλιάς επί σειρά ετών. Ομως ο Αντώνης Παρασκευάς νιώθει κουρασμένος. Νιώθει ότι χρωστάει στο κοινό του ένα θεαματικό come back. Κι αποφασίζει να το προσφέρει σκηνοθετώντας την απαγωγή του, μόνο και μόνο για να επιστρέψει θριαμβευτικά και με καινούριες ιδέες, ξανά στην πρώτη γραμμή της επαφής με τον κόσμο.

Μόνο που όσο ο Αντώνης Παρασκευάς παραμένει απομονωμένος, δουλεύοντας ιδέες και δοκιμάζοντας τις ικανότητές του στη μοριακή μαγειρική, οι εξελίξεις θα ξεφύγουν από τα πλαίσια του σχεδίου που είχε φτιάξει στο μυαλό του. Και για πρώτη φορά, ο Αντώνης Παρασκευάς δεν θα είναι στο γυαλί για να τις μεταφέρει στον κόσμο, αλλά θα βρίσκεται από την άλλη πλευρά, απλώς παρακολουθώντας τους.

Κι όπως κι άλλες φορές έχει συμβεί στο σινεμά, όταν ένας άντρας βρίσκεται μόνος (ή σχεδόν μόνος) σε ένα άδειο ξενοδοχείο, το focus της πραγματικότητας χάνεται, ή ίσως γίνεται πιο καθαρό και η μοναξιά οδηγεί τον ήρωα σε συμπεριφορές απρόβλεπτες, σε μια διαδρομή δίχως μίτο στον πιο εσωτερικό του λαβύρινθο.

Η ταινία της Ελίνας Ψύκου ακολουθεί τον Αντώνη Παρασκευά σε αυτή την κατηφορική πορεία του προς την απώλεια ή την ανακάλυψη του αληθινού εαυτού του, με τρόπο ευρηματικό, γοητευτικό, αστείο, δραματικό. Το φιλμ ξεκινά σαν μια συγκρατημένη κωμωδία με απολαυστικές δόσεις ρεαλιστικού παραλόγου, για να συνεχίσει σαν μια εξίσου γοητευτική ψυχολογική διαδρομή προς μια μικρή, εσωτερική, μα απόλυτα κατανοητή τραγωδία.

Κι αν η ιστορία της ξετυλίγεται σε μια «μόνο ό,τι χρειάζεται να ξέρεις» βάση και το στιλ της ταινίας παραμένει παιγνιώδες μεν, αυστηρά στιλιζαρισμένο δε, η ουσία της, το πρόβλημα του Αντώνη Παρασκευά, δεν είναι καθόλου δύσκολο να γίνει κατανοητό, μέσα από μια «γλώσσα σημάτων» που στήνει με έξυπνο τρόπο η Ψύκου, ή μέσα από την εξαιρετική ερμηνεία του Χρήστου Στέργιογλου που προσθέτει στον ήρωά του ψυχολογικό βάθος, σαφή προϊστορία και μια ξεκάθαρη συναισθηματική διαδρομή.

Και για όσους ενδιαφέρονται να την ανακαλύψουν, η υποψία μιας παραβολής είναι επίσης εκεί, μέσα από εύκολα αναγνωρίσιμες μα καθόλου κοινότοπες παρατηρήσεις για το τοπίο της Ελλάδας του εδώ και του τώρα, μέσα από τις τηλεοπτικές εικόνες, μέσα από την απορία του κεντρικού ήρωα, μέσα από την ερημιά μιας χώρας «εκτός σεζόν».

Μια μεταφορά που σχεδόν χωρά ολόκληρη σε μια μόνο σκηνή του φιλμ, μαζί με την αγωνία του ίδιου του ήρωα, ακόμη αν θέλετε και με τις απαντήσεις για το τι ακολουθεί. Κι όχι μόνο στην ιστορία του Αντώνη Παρακευά. Μια σκηνή, στην οποία ο ήρωας, σε μια μισοάδεια πισίνα, με βρώμικα, πράσινα νερά, οδηγεί μια βάρκα με πετάλια. Προχωρώντας μπροστά μέχρι να βρει στον τοίχο. Κάνοντας όπισθεν, γυρίζοντας προς μια άλλη κατεύθυνση. Βρίσκοντας τοίχο ξανά...


Διαβάστε ακόμη: