Ενα χρόνο μετά το θάνατο του αδελφού του κι ο Τζακ δεν μπορεί ακόμα να αποτινάξει την οργή και την πίκρα του. Η κολλητή του φίλη Αϊρις τον αναγκάζει να αποδεχθεί την πρότασή της: να απομονωθεί για λίγο στο εξοχικό πατρικό της σπίτι. Να αναγκαστεί, στην μοναξιά του νησιού, να αντιμετωπίσει τον εαυτό και τους δαίμονές του. Ομως δεν πάνε όλα ανάλογα με το σχέδιο: στο σπίτι έχει καταφύγει και η αδελφή της Αϊρις, η Χάνα, η οποία έχει χωρίσει από την επτά χρόνων κοπέλα της και προσπαθεί να γιατρέψει τις δικές της πληγές. Η αρχική αμηχανία ανάμεσα στους δύο ξένους παραδίδεται στην τεκίλα, ενώ ο θρήνος κι ο καλός ριζωμένος πόνος μετατρέπονται σε ξέφρενο αυθορμητισμό και οδηγούν στην... παιδική κρεβατοκάμαρα των κοριτσιών. Μόνο που το επόμενο πρωί καταφθάνει η Αϊρις, η οποία είναι ο κρυφός έρωτας του Τζακ.

Το μεγάλο προνόμιο της ταινίας είναι η υγρή φυσικότητα των διαλόγων και η αβίαστη χημεία των ηθοποιών. Η Λιν Σέλτον («Humpday») αντιμετωπίζει τους ήρωές της όπως κι εμείς την καθημερινότητά μας – δεν λείπουν οι ατάκες ή οι επεξεργασμένες σκέψεις, όμως διανθίζονται με τις αμηχανίες, τις παύσεις, τις γκάφες, τα φυσικά αδιέξοδα στην επικοινωνία με ανθρώπους που αγαπάμε αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε πάντα να τους διαχειριστούμε ή να τους αντέξουμε.

Θυμίζοντας τις υπέροχες πρώτες εποχές του πειραματιζόμενου αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά, και ταυτόχρονα την σύγχρονη σπουδή της σε τηλεοπτικές σειρές όπως το «New Girl», η Σέλτον ξεδιπλώνει τους χαρακτήρες μέσα από αυτή την άσκηση (επιτηδευμένης) φυσικότητας. Η όποια κωμωδία κρύβει από πίσω της πικρά μυστικά και ψέματα. Απογοήτευση για μία ζωή που δεν εξελίχθηκε όπως την ονειρεύτηκες μικρός. Πεποίθηση ότι αυτό που περιμένεις από τον εαυτό σου, δε θα έρθει ποτέ.

Το τρίο των ηθοποιών αποδεικνύεται εμπνευσμένο. Ο μόνιμος συνεργάτης της Σέλτον, Μαρκ Ντουπλάς μουρμουρίζει ανασφάλειες και ωμές παραδοχές για την ανδρική φύση, τα όρια και τα κολλήματά της. Αποφεύγει να συζητήσει ειλικρινά, κρύβεται, κάνει γκάφες και σεξ με άγαρμπες αγκωνιές. Οι Εμιλι Μπλαντ και Ρόζμαρι ΝτεΒίτ ερμηνεύουν τις αδελφές σαν να έχουν ζήσει για χρόνια στο ίδιο σπίτι κι έχουν ζυμώσει τη ζήλεια, τον ανταγωνισμό και απέραντη αγάπη στη μικροσυμπεριφορά τους.

Για αυτό όταν μία τέτοια ταινία καταρρέει, καταρρέει με πάταγο. Τουλάχιστον μέσα σου. Η Σέλτον επιλέγει να κατευθύνει το δράμα σε μία αφηγηματική υπερβολή, να δημιουργήσει ένα δίλημμα που ανατινάζει την κερδισμένη οικειότητα στην σφαίρα του απίστευτου και να οδηγήσει τους ήρωες σε αντιδράσεις που σε βάζουν απέναντί τους, ενώ στεκόσουν τόση ώρα δίπλα τους. Κι εκεί οι διάλογοι σταματούν να είναι πιστευτοί, οι αμηχανίες δεν αρκούν, τα κενά είναι πραγματικές σεναριακές τρύπες.

Η ανάγκη για πρωτοτυπία, εξερεύνηση νέων αφηγηματικών τόπων, ή πρόκληση των ορίων μεταξύ ειλικρίνειας και νεύρωσης οδηγούν το αμερικανικό σινεμά συχνά σε τέτοια αδιέξοδα. Καταλήγεις να παρακολουθείς ένα όχημα να επιμένει να κινείται εκτός δρόμου πιστεύοντας ότι αυτό από μόνο του είναι αρετή. Θα προτιμούσες απλά να σε οδηγήσει με σαφήνεια και καθαρότητα πνεύματος στον προορισμό της πλοκής σου.

Αν μόνο οι ταινίες, όπως και οι οικογενειακές σχέσεις, ήταν λιγότερο σύνθετες...