Ο Γιουσούφ, έχοντας εκτίσει φυλάκιση δέκα ετών, αποφυλακίζεται για λόγους υγείας. Είχε συλληφθεί στα 22 του χρόνια όντας φοιτητής για πολιτικούς λόγους (συμμετείχε σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που είχαν εξελιχθεί σε ταραχές). Μετά την αποφυλάκισή του και μη έχοντας τι άλλο να κάνει, αποφασίζει να επιστρέψει στο χωριό του στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί τον υποδέχεται μόνο η ηλικιωμένη και άρρωστη μητέρα του. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Γιουσούφ βρισκόταν στη φυλακή, ενώ η αδελφή του έχει παντρευτεί και βρίσκεται πλέον σε μεγάλη πόλη. Στο χωριό ζούν πλέον μόνο γέροι λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης και ο μόνος άνθρωπος με τον οποίον ο Γιουσούφ κάνει παρέα είναι ο παιδικός του φίλος, Μιχαήλ. Καθώς σταδιακά ο χειμώνας αντικαθιστά το φθινόπωρο, ο Γιουσούφ θα γνωρίσει την Εκα, μια κοπέλα από τη Γεωργία που έχει περάσει τα σύνορα για να κερδίσει χρήματα ως πόρνη, ώστε να συντηρήσει την μητέρα και την μικρή κόρη της που βρίσκονται πίσω. Ούτε η χρονική στιγμή, ούτε οι συνθήκες ευνοούν αυτούς τους δύο ανθρώπους που ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους. Κι όμως, η αγάπη γίνεται μια τελευταία, απεγνωσμένη προσπάθεια για να αδράξουν τη ζωή και να ξεφύγουν από τη μοναξιά…

O τόσο προφανής τίτλος της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Τούρκου Οζκαν Αλπέρ, που έκανε αίσθηση το 2008, έρχεται να δικαιώσει τη δύναμη του σινεμά να κάνει ακόμη και τα πιο απλά πράγματα... σημαντικά.

Το Φθινόπωρο στην ταινία του Αλπέρ δεν είναι μόνο μια εποχή, αυτή που παραδοσιακά ταιριάζει στα καινούρια ξεκινήματα, όπως αυτό που κάνει ο κεντρικός ήρωάς της, βγαίνοντας από τη φυλακή και επιστρέφοντας στο χωριό του κοντά στη Μαύρη Θάλασσα, αναζητώντας μια οποιαδήποτε επανεκκίνηση.

Περισσότερο από τον οποιοδήποτε συμβολισμό, όμως, το Φθινόπωρο σε αυτήν την ταινία είναι η βαθιά ανάσα που παίρνει η φύση, βγαίνοντας από το καλοκαίρι και οδεύοντας προς τον χειμώνα. Είναι τα σύννεφα που σκεπάζουν τον ουρανό, η βροχή που υγραίνει το χώμα, ο αέρας που θροίζει ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων, μια συνεχής αίσθηση απόλυτης και μελαγχολικής ηρεμίας που μέσα της κρύβει μια αδιόρατη αλλά τόσο δυνατή αίσθηση κίνησης.

Κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά, αυτή είναι η όποια δύναμη της ταινίας του Αλπέρ. Το γεγονός πως κινηματογραφεί τη διαδρομή του ήρωά της σαν ακόμη μια πτυχή του πραγματικού πρωταγωνιστή της που δεν είναι άλλος από την Φύση. Μια Φύση ευλογημένη, απειλητική, καθησυχαστική, αντιφατική όσο και ο ανθρώπινος χαρακτήρας, αλλά και πιο τευχερή αφού γυμνή από ιδεολογίες και πολιτικά κατηγορώ γίνεται απενοχοποιημένα βορά των συμπαντικών δυνάμεων.

Γνήσιος απόγονος μιας παράδοσης που έβαλε το σύγχρονο τουρκικό σινεμά στον χάρτη με εκφραστές του τον Σεμίχ Καπλάνογλου και στην πιο μοντέρνα του εκδοχή τον Νουρί Μπιλγκέ Τσειλάν, ο Αλπέρ ακολουθεί τους ρυθμούς ενός σινεμά της εσωτερικής δράσης, των λίγων λέξεων και των εκθαμβωτικών τοπίων, ξεχνώντας ωστόσο κάπου στη μέση της ταινίας του πως έχει στα χέρια του ένα δυνατό θέμα που μένει τελικά αναξιοποίητο.

Η επιλογή του να επικεντρωθεί στο περιβάλλον και όχι στον ήρωά του, επιλέγοντας περισσότερο να μεταφέρει παρά να αφηγηθεί την αίσθηση της ματαιότητας, της απογοήτευσης και του πολιτικού αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται ο Γιουσούφ, ένας πάλαι πότε αγωνιστής για το χαμένο όνειρο του ιδεατού σοσιαλισμού, αποβαίνει γρήγορα μονοδιαστάτη.

Παρασυρμένος με έναν σχεδόν εμμονοληπτικό τρόπο από το τοπίο και τις σιωπές του ήρωά του, ο Αλπέρ αρκείται σε μερικά flash-backs (γυρισμένα με βίντεο σε απόλυτη αντιδιαστολή με το 35άρι φιλμ) και μερικές κλισέ σκηνές διαλόγου προκειμένου να δηλώσει την πολιτική θέση της ταινίας του, αρνούμενος ωστόσο να δει κατάματα τον ήρωά του και να αναζητήσει στις δικές του αποφάσεις το μέλλον μιας ολόκληρης χώρας.

Στο τέλος, το μόνο που μένει από το «Φθινόπωρο» είναι η αίσθηση πως παρακολούθησες κάτι πραγματικά πανέμορφο, μια εμπειρία στα όρια του ποιητικού σινεμά που αν δεν αναγνώριζες τις σαφείς καλές προθέσεις του δημιουργού του θα μπορούσες να κατηγορήσεις εύκολα ως «επιτήδευση». Και δυστυχώς, μια κινηματογραφική εμπειρία που ενώ διαθέτει τα στοιχεία για να μετατρέψει κάτι απλό σε κάτι σημαντικό, καταλήγει εύκολη και προφανής.