Ο Νιούτον Νάιτ ήταν ένας αγρότης του Μισισιπή, ο οποίος στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865) υπηρετούσε ως νοσοκόμος του στρατού των Νοτίων. Οταν ο ανήλικος ανηψιός του έφτασε τρομοκρατημένος στο στρατόπεδο (μέσα στη νύχτα ο στρατός κατέσχεσε όλο το βιος της οικογένειας και βίαια στρατολόγησε τον ίδιον) και δεν επέζησε ούτε 24 ώρες, ο Νάιτ αποφασίζει να το σκάσει για να επιστρέψει το σώμα του παιδιού στην μητέρα του και να τον θάψουν σπίτι. Φτάνοντας στο Τζόουνς όμως, διαπιστώνει όλη την αλήθεια: τόσο καιρό μάτωνε στην πρώτη γραμμή σε... έναν πόλεμο πλουσίων. Αν είχες στην κατοχή σου 20 νέγρους είχες το δικαίωμα να αρνηθείς τη στρατολόγηση. Οπως επίσης, κανείς δεν σε «φορολογούσε», δεν κρατούσε δηλαδή το 90% της σοδειάς σου για να ταΐσει το στρατό της Ενωσης. Οι πλούσιοι γαιοκτήμονες είχαν βάλει τους φτωχούς αγρότες να πολεμούν για το δικαίωμα να κρατήσουν τους σκλάβους και την περιουσία τους. «Ολοι είμαστε οι νέγροι τους - τι δεν καταλαβαίνεις;» ξεστομίζει ο Νάιτ και, ως λιποτάκτης, κατεβαίνει στους βάλτους (εκεί όπου κρυβόντουσαν οι σκλάβοι που το έσκαγαν από τις φυτείες) κι οργανώνει την αντίσταση στην Ενωση. Με καλύτερο φίλο τον Μόουζις και ερωμένη την Ρέιτσελ, ο Νάιτ ηγείται μίας Επανάστασης που έγινε για το δίκαιο και την ισότητα - μία ισότητα που δεν ήρθε ποτέ: χρόνια μετά οι απόγονοί τους θα δικάζονται για τους διαφυλετικούς τους γάμους, ή θα αντιμετωπίζουν την Κου Κλουξ Κλαν.

Ο Γκάρι Ρος («Pleasantville», «Seabiscuit», «Hunger Games») επιχειρεί να μας μεταφέρει με ωμή αληθοφάνεια στη σκληρότητα των καιρών και να μας αφηγηθεί μία σύνθετη αληθινή ιστορία, η οποία συνδέεται και με τη σύγχρονη Αμερική: ποτέ αυτή η χώρα δεν κατάφερε να ξεριζώσει το ρατσισμό από τα σπλάχνα της, κι αυτό γιατί συνδέεται άρρηκτα με το σύστημα του Καπιταλισμού, που τρέφεται από την κοινωνική ανισότητα και τη συντηρεί.

Οι προθέσεις είναι θετικές - τόσο στην εικόνα που από τα πρώτα πλάνα ματώνει με τους ακρωτηριασμούς των στρατιωτών, βρωμίζει στις λάσπες, ποτίζει και μυρίζει την υγρασία των βάλτων, όσο και στην ιστορική αφήγηση που προσπαθεί να τα χωρέσει όλα. Αυτό όμως είναι και το ελάττωμα του σεναρίου και της σκηνοθετικής ματιάς: μία τόσο χαοτική πλοκή δεν επιτρέπει τελικά στο να σταθούμε σε επιλεκτικές στιγμές που θα μας συγκινήσουν βαθιά, που θα μας εξηγήσουν χαρακτήρες, κίνητρα, που θα μοιάζουν ειλικρινείς. Ποιος ήταν πραγματικά ο Νάιτ, τι σκεφτόταν, ποια τα ελαττώματά του, τι τον ενέπνεε, τι τον έκανε ήρωα, γιατί βλέπουμε αυτή την ιστορία κι όχι κάποια άλλη;

Αντιθέτως τα 145 λεπτά της ταινίας κυλούν μπουκωμένα από ιστορικά στοιχεία, κυλούν άνευρα και άρυθμα και βαρετά και μπερδεμένα, έχοντας στο επίκεντρο έναν Μάθιου ΜακΚόνεχι ο οποίος έχει πάρει πολύ σοβαρά την ερμηνεία του και τη διατηρεί στα κόκκινα: η έντασή του μοιάζει μονίμως υπογραμμισμένη, υπερβολική και τονισμένη. Σε μία άλλη ταινία, όπου ο σκηνοθέτης θα συνεργαζόταν για να ξεσκαρτάρει την ουσία της ταινίας και θα του έδινε σωστά και υπολογισμένα τον προβολέα, ο ΜακΚόνεχι θα πήγαινε για Οσκαρ. Εδώ, μοιάζει ότι υπερπροσπαθεί κι ότι συνεχώς...«παίζει».

Χαμένη ευκαιρία για το πραγματικό μήνυμα της ταινίας, μία επανάσταση αναγκαία ακόμα και στις μέρες μας όπου η Ιστορία έχει κάνει τον κύκλο της και βρίσκει και πάλι τον κόσμο μας στο μηδέν.