Ο Αντι είναι Κύπριος μετανάστης στο Λονδίνο. Περνά τη ζωή του τηγανίζοντας «fish and chips» κι ακούγοντας τη μάνα του που θέλει να γυρίσει στην πατρίδα. Κάποια στιγμή αυτό θα γίνει και δικό του όνειρο και ο Αντι θ’ αποφασίσει να επιστρέψει στην Κύπρο και να ανοίξει τη δική του επιχείρηση, παίρνοντας τη ζωή του στα χέρια του. Μόνο που ο Αντι, αντί να δει το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα, θα έρθει αντιμέτωπος με μια απρόσμενη αλήθεια: η Κύπρος δεν είναι Λονδίνο αλλά κι εκείνος δεν είναι σίγουρος για το πού ανήκει και για το πόση σημασία έχει αυτό.

Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, ο Ηλίας Δημητρίου έχει την εξυπνάδα να μιλήσει για κάτι που γνωρίζει καλά, το θέμα της ανθρώπινης ταυτότητας, της προέλευσης, της βαρύτητας και της προδοσίας της. Με την οικειότητα που του δίνει η γνώση του και με σκηνοθετική σιγουριά, φτιάχνει έναν ήρωα πολυδιάστατο και ταυτόχρονα γνώριμο και προσιτό, ο οποίος καταλαβαίνεις αμέσως ποιος είναι. Ο Αντι είναι ο βιοπαλαιστής, ο «μικρός» άνθρωπος που ως ονειροπόλος θέλει να προσαρμόσει το κοινωνικό περιβάλλον στο όνειρό του. Κι όταν οι καλές του προθέσεις δε βρουν ανταπόκριση, θα νιώσει το μικρό θάνατο της προδοσίας.

Το δικό του όνειρο δεν είναι υπερβολικό ή απαιτητικό: είναι να μπορεί να δουλεύει, να συντηρεί την οικογένειά του και να ζει μαζί της σε μια πόλη (ή χώρα) που τον υποδέχεται και τον υποστηρίζει σα ν’ ανήκει εκεί. Μόνο που αυτό δεν μπορεί να συμβεί στο σύγχρονο κόσμο, γιατί οι ταυτότητες έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις προθέσεις.

Χρησιμοποιώντας για τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον Μάριο Ιωάννου, έναν ηθοποιό που με το πρόσωπό του κρατά μόνος του την οθόνη και με την ερμηνεία του πηγαινοέρχεται με φόρα από το ένα συναίσθημα στο άλλο, ο Δημητρίου κερδίζει από την αρχή το μεγάλο στοίχημα της πειστικότητας και της εμπάθειας.

Η σκηνοθεσία του έχει ρυθμό, βγάζει συναίσθημα και πολιτική σκέψη, μαζί και ανθρωπιά και φυσικότητα. Οι δραματικές εντάσεις και οι φορτισμένες σιωπές εναλλάσσονται μ’ ένα θαυμάσιο, πηγαίο χιούμορ που κάνουν εύκολα το θεατή συμμέτοχο στις περιπέτειες και τις απογοητεύσεις του ήρωα. Στην κορύφωση του δεύτερου μέρους ο Δημητρίου χάνει για λίγο τον έλεγχο και την ψυχραιμία του και την ταινία καταλαμβάνει μια συναισθηματική υπερβολή που –για λίγο- αλλοιώνει την ειλικρίνεια που τη χαρακτηρίζει.

Ωστόσο το «Fish n’ Chips» παραμένει απρόσμενα φιλικό, ανθρώπινο, διασκεδαστικό αλλά και διακριτικά συγκινητικό, ένα πετυχημένο κινηματογραφικό σχόλιο πάνω στους ανθρώπους που στοχοποιούν τους «αταίριαστους» για να μην έρθουν αντιμέτωποι με τη δική τους εικόνα, ή τη δική τους εθνική ή άλλη ταυτότητα.