Η Ντόρι αρχίζει να θυμάται αποσπασματικά τους γονείς της και αποφασίζει με τη βοήθεια του Μάρλιν και του Νέμο να ξεκινήσει ένα ταξίδι μέχρι την Καλιφόρνια για να τους βρει.

Και μόνο η σκέψη ενός σίκουελ του «Ψάχνοντας το Νέμο» έμοιαζε τόσο ριψοκίνδυνη όσο και η απόφαση του Φράνσις Φορντ Κόπολα να γυρίσει ένα σίκουελ του «Νονού» πίσω στο 1974, ακριβώς τη στιγμή που η πρώτη ταινία κέρδιζε Οσκαρ και επαίνους, εμπορικά εύσημα και αναγνωριζόταν (ναι, στην εποχή της) ως μια από τις καλύτερες ταινίες ολων των εποχών.

Η απαίτηση ήταν όμως... «λαϊκή» και μαζική, όχι μόνο σήμερα, σε μια εποχή που τα σίκουελ αποτελούν τη βάση της βιομηχανίας (ακόμη και για τα κινούμενα σχέδια), αλλά ήδη από το τέλος της πρώτης ταινίας, όταν όλοι, μικροί και μεγάλοι, ήθελαν περισσότερη Ντόρι και θα έδιναν τα πάντα για να τη δουν σε μια ολοδική της περιπέτεια μέχρι το τέλος του... ωκεανού.

Ισως ο σπουδαιότερος β’ ρόλος στην ιστορία του σινεμά (καμία υπερβολή, αν θεωρούμε το «Ψάχνοντας το Νέμο» το «Νονό» του animation), η Ντόρι υπήρξε για χρόνια – τι ειρωνία – ό,τι θυμόμασταν περισσότερο από το αριστούργημα της Pixar ή (για να μην είμαστε άδικοι) ένα από τα πέντε πρώτα πράγματα που θυμόμασταν από το αριστούργημα της Pixar (τα υπόλοιπα τέσσερα ήταν σκηνές στην οποίες εμφανιζόταν και η Ντόρι). Και μαζί ένας κινηματογραφικός χαρακτήρας από αυτούς που ξεκινούν από μια σπουδαία ιδέα – ένα ψάρι που πάσχει από σύνδρομο βραχυπρόθεσμης μνήμης – και καταλήγουν σε ένα διασκεδαστικό και μαζί σπαρακτικό one fish show που λέει περισσότερα για την ανθρώπινη κατάσταση από πολλούς άλλους «ανθρώπινους» χαρακτήρες.

Η ιδέα μιας δική της ταινίας, λοιπόν, ήταν κάτι σαν φυσικό επόμενο αλλά και ένα χρέος, όχι μόνο σε όσους αγάπησαν τη Ντόρι (περισσότερο και από το Νέμο), αλλά και στην ίδια την Ντόρι (και στην Ελεν ΝτιΤζένερις που την «έπαιξε» με πρωτοφανή αποθέματα ερμηνευτικής αρτιότητας), κάτι σαν ένα spin-off που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως σίκουελ του «Ψάχνοντας το Νέμο», αλλά ταυτόχρονα και να αρχειοθετηθεί στο μέλλον ως το «Νονός 2» του animation.

Μήπως να το ξεχάσουμε;

Το «Ψάχνοντας την Ντόρι» δεν είναι ο «Νονός 2», ακόμη και αν αυτό μοιάζει με ένα πήχη που δεν θα έπρεπε ποτέ να βάζουμε στις ταινίες, όσο κι αν ανυπομονούμε γι’ αυτές, όσο κι αν θέλουμε με κάθε τρόπο να μην αποτύχουν και να σταθούν στο ύψος των δικών μας προσδοκιών.

Φτιαγμένο με αγάπη, με σεβασμό στην πρώτη του ύλη, με υπογραμμισμένη την οικολογική ευαισθησία και με προφανές σεναριακό τέχνασμα την Ντόρι να θυμάται, την Ντόρι να ξεχνάει, την Ντόρι να θυμάται, την Ντόρι να ξεχνάει (...) οι δημιουργοί του «Ψάχνοντας την Ντόρι» στήνουν ακόμη ένα υποθαλλάσιο road movie με προορισμό την… οικογένεια (και τη βιολογική, αλλά κυρίως αυτή που επιλέγεις ο ίδιος), αφού πριν έχουν πει ένα δυο σημαντικά πράγματα για την απόλυτη νίκη της διαφορετικότητας πάνω στη νόρμα.

Για όσους αναρωτιούνται, η «ενηλικίωση» της Ντόρι δεν στερείται σπουδαίων στιγμών, είτε αυτές έχουν να κάνουν με το παρελθόν της (σε συγκινητικά flash back σαν αυτό), είτε με το θαλάσσιο πάρκο στο οποίο θα βρεθεί προκειμένου να αναζητήσει τους γονείς της. Αλλωστε είναι εκεί, στις αίθουσές του, στις δεξαμενές, στα κουτιά μεταφοράς και στις ανοιχτές πισίνες του πάρκου που οι τεχνίτες της Pixar τελειοποιούν το σχεδιαστικό τους θρίαμβο χωρίς να χάνουν ούτε μολυβιά από την απλότητα των τριών χαρακτήρων τους, αλλά και εν γένει της φιλοσοφίας τους πάνω σε ένα animation που οφείλει να μαγεύει τα μάτια αλλά αφήνει άπλετο χώρο για το συναίσθημα.

Το «Ψάχνοντας την Ντόρι» έχει και συναρπαστική ιστορία και υπέροχους διαλόγους και συγκίνηση και μελετημένη στη λεπτομέρεια κεντρική πρωταγωνίστρια. Διαθέτει, όμως μια διάθεση «παιδικότητας» που διαχέεται περισσότερο στους νέους ήρωες (με κυριότερο τον Χανκ το χταπόδι – χαμαιλέοντα), προκειμένου η ταινία να παραμένει συνεχώς «ερεθιστική» για ένα παιδί που προφανώς – και καλά κάνει – λίγο θα καταλάβει από το (ψυχαναλυτικό) γιατί το τέλος της διαδρομής πρέπει να περάσει από το σύστημα αποχέτευσης και περισσότερο θα γελάσει με τους δύο θαλάσσιους ελέφαντες που φρουρούν το βράχο στον οποίο αράζουν ολη μέρα κι όλη νύχτα.

Δεν είναι σίγουρο ότι φταίει ο σπουδαίος προκάτοχος του, η έλλειψη εκείνου του ξαφνιάσματος όταν βλέπεις κάτι για πρώτη φορά ή το γεγονός ότι η γενιά που είδε ως παιδί το «Ψάχνοντας το Νέμο» είναι σήμερα έφηβος (μην ξεχνάτε πως έχουν περάσει 13 ολόκληρα χρόνια), αλλά κάτι μοιάζει να λείπει από το «Ψάχνοντας τη Ντόρι». Κάτι που τελικά δεν έχει να κάνει με το ποιος μεγαλώνει και ποιος μένει παιδί (και σίγουρα δεν έχει να κάνει με το ποιος θυμάται και ποιος ξεχνά), αλλά με τη λεπτή ισορροπία που η Pixar προσπαθεί να βρει εδώ και καιρό ανάμεσα στα... μυαλά που κουβαλάει και την καρδιά που κάποτε αρκούσε για να ολοκληρώσει μικρά ή μεγάλα αριστουργήματα.

Ναι, οι εποχές άλλαξαν. Το ίδιο το σινεμά άλλαξε. Αλλάξαμε κι εμείς. Και, ναι, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα ήταν αρκετό πως η Ντόρι έμεινε ίδια: πεισματικά αξιολάτρευτη, επιθετικά διαφορετική, ένα ψάρι που θα συνεχίζει να ενώνει όσους αγαπάει ακριβώς επειδή έτσι είναι ο μόνος τρόπος για να μπορεί να θυμάται. Αν αυτό δεν αρκεί, είναι γιατί είναι σίγουρο πως, παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες της, σε ένα όχι και πολύ μακρινό μέλλον, θα έχεις ξεχάσει τη δική της περιπέτεια και θα τη θυμάσαι και πάλι ως το διαφορετικό, γενναιόδωρο, αξιολάτρευτο ψάρι που βοήθησε τον Μάρλιν να βρει το Νέμο...

[Στην ελληνική μεταγλωττισμένη εκδοχή της ταινίας, διατηρούν το κέφι τους η Δήμητρα Παπαδοπούλου και ο Θοδωρής Αθερίδης, όπως και στην πρώτη ταινία]