Ο Μάρτι είναι ένας Ιρλανδός σεναριογράφος που ζει και εργάζεται στο Χόλιγουντ. Εργάζεται... τρόπος του λέγειν. Από καιρό έχει στερέψει από ιδέες, πίνει σε σημείο κατάχρησης και προσπαθεί μάταια να γράψει το σενάριο, για το οποίο έχει μόνο τον τίτλο: «Επτά Ψυχοπαθείς». Ο καλύτερός του φίλος, ο Μπίλι, είναι ένας ιδιόρρυθμος, άνεργος ηθοποιός που θέλει με εμμονή να τον βοηθήσει: του διηγείται ιστορίες για «φανταστικούς» ψυχοπαθείς και του δίνει ιδέες. Παράλληλα, ο Μπίλι δουλεύει για τον Χανς, έναν περίεργο 65άρη, ο οποίος έχει στήσει μία επιχείρηση «δανεισμού» σκυλιών: στην ουσία τα απάγει από τους ιδιοκτήτες τους και τα επιστρέφει όταν εκείνοι ανακοινώνουν σε αγγελίες ότι προσφέρουν γενναιόδωρες αμοιβές. Μόνο που ο Μπίλι κλέβει τον σκυλί του Τσάρλι, ενός ανελέητου τοπικού γκάνγκστερ κι όλα πάνε κατά διαόλου. Τα πράγματα μπλέκονται ακόμα χειρότερα όταν θολώνουν οι γραμμές μεταξύ πραγματικής ζωής και σινεμά, φανταστικών ηρώων και πραγματικών ψυχάκηδων, βίαιης καρτουνίστικης μυθοπλασίας και αληθινού μακελειού.

Μπερδευτήκατε; Μα αυτός είναι και ο σκοπός αυτής της κατάμαυρης παρωδίας, αυτής της κωμωδίας παραλόγου, αυτής της περιπαιχτικής κινηματογραφικής αυτοαναφοράς. Ο Ιρλανδός Μάρτιν ΜακΝτόνα («Αποστολή στην Μπριζ») δεν έχει αυτή τη φορά στο μυαλό του μία μεστή, σοβαρή, νουάρ ανατροπή. Αφήνοντας ελεύθερο το 12χρονο αγοράκι που κάθε σινεφίλ που σέβεται τον εαυτό του κρύβει μέσα του, θέλει απλά ...να κάνει πλάκα. Να σατιρίσει τρυφερά το κινηματογραφικό σύμπαν και τους ανθρώπους του (πίσω, μέσα και απέναντι από την μεγάλη οθόνη). Να τραβήξει το χαλί σε όσα περιμένουμε από τις pulp fiction αιματοβαμμένες σάτιρές μας, όσα αγαπάμε στην έμπνευση των enfant terrible δημιουργών, όσα έχουν γίνει κομμάτι της cult συλλογικής μας συνείδησης. Το σενάριο κατοικείται από ήρωες που θα έγραφε ο Κουέντιν Ταραντίνο αυτοσαρκαζόμενος ή πίνοντας ξίδια με τον Τσάρλι Κάουφμαν και τον Γκάι Ρίτσι. Μπορούμε να τους φανταστούμε, λιώμα, να ποντάρουν στην επόμενη ανατροπή, στην ακόμα μεγαλύτερη υπερβολή, στην περισσότερο ''γεια σου'' αφηγηματική κορύφωση.

Η διάθεση για παρωδία υπογραμμίζεται και υπογράφεται και από το ίδιο το καστ. Σκεφτείτε ποιους θεωρείτε τις μεγαλύτερες σκατόφατσες που θα μπορούσαν να χλευάσουν τους 70ς, 80ς, 90ς αιμοβόρους camp εαυτούς τους και θα τους βρείτε στην αρίθμηση των ψυχοπαθών του τίτλου: Χάρι Ντιν Στάντον, Γούντι Χάρελσον, Τομ Γουέιτς, Κρίστοφερ Γουόκεν. Είναι όλοι εδώ. Για το χάζι και το χάχανό μας, μόνο.

Που όμως αποτυγχάνει αυτό το πείραμα; Τι μας ξενερώνει από αυτό το θεοπάλαβο αυθεντικό χανγκόβερ; Η υπερβολή στην υπερβολή. Η διάρκεια. Το ξεχείλωμα. Αυτή η ιδέα κανιβαλισμού ξεκινά δυναμικά, πραγματικά αστεία, συγκεντρωμένα. Σταδιακά όμως, χάνει τη φόρα της, την φρεσκάδα της, γίνεται ανατρεπτική για την ανατροπή και πεισμωμένα ιδιόρρυθμη γιατί αυτή είναι ... η σύμβασή της.

Δεν πειράζει. Ο ΜακΝτόνα δεν διεκδικεί μία θέση στο πάνθεον των αριστουργημάτων. Κρίμα όμως που δεν καταφέρνει να πλάσει κάτι τόσο συμπυκνωμένα άρτιο που θα γινόταν αυτόφωτα κλασικό. Οχι, δε θα θυμάσαι για χρόνια αυτή την κωμωδία, με τον τρόπο που αναζητάς να ξαναζήσεις με τους κολλητούς μία ταραντινική κινηματογραφική βραδιά. Αλλά για δύο ώρες θα χαμογελάς ψυχοπαθή θεατή. Κι αυτό δεν είναι και λίγο...