Η ταινία παρακολουθεί το ελληνικό μουσικό συγκρότημα Encardia που εμπνέεται, δημιουργεί και παρουσιάζει μουσικές και τραγούδια μέσα από την πλούσια μουσική παράδοση των Ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας. Συστηματικά από την ίδρυσή του συγκροτήματος (εδώ και 8 περίπου χρόνια) τα μέλη του, ταξιδεύουν στην Νότια Ιταλία, ερευνώντας και αναδεικνύοντας βασικά στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού που αναπτύχθηκε εκεί. Από τη μια τα «γκρίκο», ένα αρχαιοελληνικό γλωσσικό ιδίωμα με προσμίξεις ιταλικών λέξεων, που μιλιόταν στις περιοχές της Γκρετσία Σαλεντίνα και της Καλαβρίας στη Νότια Ιταλία μέχρι σήμερα. Από την άλλη τη μουσική και την ποίηση και την ταραντέλλα πίτσικα, μια ντόπια παραλλαγή του γνωστού ιταλικού χορού, που στην περιοχή απέκτησε μαγικοθρησκευτικές και θεραπευτικές διαστάσεις και ήταν ένας πολιτισμικά κατασκευασμένος εξορκισμός των προβλημάτων που απέρρεαν από την φτώχια, τη μιζέρια και την εγκατάλειψη της περιοχής του απομονωμένου ιταλικού νότου, μιας από τις πιο φτωχές περιοχές της Ευρώπης.Αυτούς τους ποιητές και μουσικούς συναντούν οι Εncardia για να εμπλουτίσουν τις εμπειρίες και τα βιώματά τους και να ξαναφέρουν μπροστά μας αυτό το χαμένο πολιτισμό, συντελώντας έτσι και στη διάσωσή του.

Ακόμη κι αν γνωρίσετε για πρώτη φορά τους Encardia, μέσα από αυτό το ντοκιμαντέρ, δεν είναι δύσκολο να διακρίνετε την αγάπη τους για την μουσική που δεν παίζουν απλά, μα κυριολεκτικά ζωντανεύουν και την αφοσίωσή τους στο να βιώσουν κάτι από μια κουλτούρα που πεθαίνει, σε έναν τόπο που δεν είναι δικός τους.

Η εμμονή τους με την Κάτω Ιταλία, με τις Ελληνόφωνες περιοχές της, με την διάλεκτο του γκρίκο, ενός μείγματος παραλλαγμένων ελληνικών και της Ιταλικής γλώσσας ίσως μοιάζει παράξενη διαβάζοντας γι αυτή μέσα από λέξεις όμως μοιάζει εύκολη να την καταλάβεις βλέποντάς τους να παίζουν μουσική, να τριγυρίζουν στα χωριά του Σαλέντο, να μιλούν με τους ντόπιους να δοκιμάζουν και οι ίδιοι να εξηγήσουν, τι είναι αυτό που τους δένει με έναν ξένο τόπο.

Ευτυχώς δεν μοιάζει να είναι κανενός είδους νοσταλγία για μια Ελλάδα που ήταν κάποτε μεγάλη, μα ένα βαθύ ενδιαφέρον, μια ουσιαστική αγάπη για μια μουσική και μια κουλτούρα που αναπτύχθηκε γύρω της που δεν εξαντλείται στην διασκέδαση, ή το ξέσπασμα μα σε ένα ουσιαστικό στοιχείο της ύπαρξης των ανθρώπων ενός τόπου.

Και είναι συγκινητικό να ακούς μερικούς ηλικιωμένους ανθρώπους να μιλούν ακόμη κάτι που έχει σχεδόν ολοκληρωτικά ξεχαστεί ή να θυμούνται με τη βοήθεια της κόρης τους που σπουδάζει πλέον αυτή την προς εξαφάνιση γλώσσα, τις λέξεις που κάποτε χρησιμοποιούσαν καθημερινά. Οχι γιατί ανάμεσα σε αυτές τις λέξεις αναγνωρίζεις κάποιες που χρησιμοποιείς κι εσύ, μα γιατί, είναι σαν να βλέπεις τις τελευταίες ανάσες από κάτι που ήταν κάποτε ολοζώντανο και που τώρα σβήνει.

Κι αν η γλώσσα, ή ο χορός της ταραντέλα πίτσικα που απέκτησε για τις γυναίκες της περιοχής έναν τρόπο να «γιατρέψουν» οι ίδιες τα προβλήματά τους μοιάζει να χάνεται μαζί με την αλλαγή των εποχών, η μουσική παραμένει πιο ζωντανή, πιο ευέλικτη και κατανοητή, ικανή να αντισταθεί στη λήθη.

Το φιλμ του Αγγελου Κοβότσου γίνεται ένα ταξίδι σε όλα αυτά, στην μνήμη και το παρελθόν, στους ανθρώπους που γοητεύονται από αυτό, που αρνούνται να το ξεχάσουν, στους δεσμούς που δένουν αδιόρατα μα δυνατά ανθρώπους που με μια πρώτη ματιά είναι ξένοι.

Ομως το φιλμ που προκύπτει από αυτό το ταξίδι, ακόμη κι αν έχει βαθύ εθνολογικό και μουσικολογικό ενδιαφέρον, ακόμη κι αν περιέχει στιγμές ειλικρινά γοητευτικές, ακόμη κι αν κινείται στον ρυθμό μιας εξαιρετικής μουσικής και στον ήχο γοητευτικών λέξεων, μοιάζει να χρειαζόταν μια πιο στέρεη δομή και μια πιο δεμένη αφηγηματική γραμμή για να γίνει κάτι παραπάνω από μια ενδιαφέρουσα καταγραφή.

Προφανώς ένας από τους βασικούς στόχους του είναι να δώσει φωνή και ζωτικό χώρο σε μια κουλτούρα και μια γλώσσα κι αυτός επιτυγχάνεται απολύτως, όμως ακόμη κι αν το φιλμ κρατά σταθερά το ενδιαφέρον του θεατή, τα στοιχεία και οι ιστορίες του, οι αφηγήσεις και οι μουσικές του, δεν ενώνονται τελικά σε κάτι που θα το μεταμόρφωνε σε μια πιο έντονη και δυνατή εμπειρία.