Η Αλίσια περπατά δίπλα στο νερό. Μοιάζει ολομόναχη, αβοήθητη αλλά περπατά με στόχο. Το χωριό της καταστράφηκε και λεηλατήθηκε από τους αντάρτες, οι γονείς της δολοφονήθηκαν. Ξεριζωμένη και ορφανή, ζητά βοήθεια από το μοναδικό συγγενή που της έχει απομείνει, το θείο της τον Οσκαρ. Εκείνος ζει σ’ ένα απομονωμένο θέρετρο δίπλα στη λίμνη, στις κορυφές των Ανδεων. Ο Οσκαρ και οι λίγοι κάτοικοι της περιοχής προετοιμάζονται για την άφιξη των τουριστών: συνεφέρνουν το πανδοχείο, καθαρίζουν τα σπίτια τους, φτιάχνουν τα λουλούδια. Η Αλίσια βρίσκει καταφύγιο ανάμεσά τους, βοηθά στις δουλειές, αποκτά μια ρουτίνα, κάνει ένα φίλο, προσπαθεί να ξαναμπεί σ’ έναν κανονικό ρυθμό ζωής. Μόνο που η βία θα την ακολουθήσει και στο νέο της σπίτι.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος Κολομβιανός Γουίλιαμ Βέγκα γράφει και σκηνοθετεί μια αργόσυρτη, επιβλητική ταινία. Τα λιτά, συννεφιασμένα, αφαιρετικά πλάνα της αφήνουν να υποβόσκει η αίσθηση της αγωνίας, η υποψία ότι το κακό δε θ’ αργήσει να έρθει, παρότι δεν έρχονται ούτε καν οι τουρίστες στο χωριό όπου εκτυλίσσεται η ιστορία.

Η φωτογραφία της ταινίας, σε αρμονία με το νέο εστέτ λατινοαμερικάνικο σινεμά, αντιμετωπίζει ως ήρωα της δράσης την ίδια τη φύση, τη λίμνη, τα δέντρα, τον αέρα και τη βροχή, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μυστικιστική, σχεδόν θρησκευτική, τοποθετώντας στην καρδιά της τον άνθρωπο και τις αμαρτίες του.

Μόνο που όταν η ιστορία ολοκληρωθεί, ο θεατής συνειδητοποιεί ότι το πανέμορφο οικοδόμημα που είδε, δε στηρίζεται σε μια ιστορία αντίστοιχης δύναμης ή πρωτοτυπίας, αλλά μένει κυρίως με μια σειρά από πανέμορφες εικόνες.