Γνωρίζουμε τον Μαρκ και τη Τζοάνα στο δρόμο. Δε χρειαζόμαστε πολύ ώρα για να καταλάβουμε ότι ο γάμος τους κρέμεται από μία κλωστή. Είναι όλα εκεί: κουρασμένη οικειότητα, σιωπές, σαρκαστικά βλέμματα, υπόκωφη οργή. Γνωρίζουμε τον φοιτητή αρχιτεκτονικής Μαρκ και την νεαρή Τζοάνα ξανά στο δρόμο: flashbacks μας ξεναγούν στο πώς είχαν συναντηθεί και πάλι σε ταξίδι δύο δεκαετίες πριν, πώς ερωτεύτηκαν, πώς ταξίδευαν απένταροι, πώς όταν απέκτησαν χρήματα, μόνοι ή παρέα με άλλα (εφιαλτικά) παντρεμένα ζευγάρια. Πώς οι δρόμοι τους τώρα κετέληξαν σ' ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: θα μείνουν μαζί, θα διορθώσουν τη βλάβη στο οικογενειακό τους αυτοκίνητο; Ή θα χωρίσουν για πάντα;

Ο Στάνλεϊ Ντόνεν, επηρεασμένος από τη φρέσκια πνοή της γειτονικής νουβέλ βαγκ, συνθέτει μία αφήγηση που κάνει τζαμπ κατς στο χώρο και το χρόνο, μας πηγαίνει μπρος πίσω στο χθες και το σήμερα, μας αντιπαραθέτει εικόνες, συγκρίνει καταστάσεις, κοντράρει συναισθήματα. Πώς ξεκινάς με το ντεπόζιτό σου γεμάτο ενθουσιασμό, έρωτα και λαχτάρα ένα γάμο και πώς καταλήγεις τόσο άδειος, τόσο κουρασμένος, πρώτη-νεκρό, πρώτη-νεκρό...

Ναι, μπορεί σήμερα η θεματική παρομοίωση του ταξιδιού με την πορεία ενός ζευγαριού στη ζωή να φαίνεται εύκολη. Ισως να ήταν και για τα ακαδημαϊκά 60ς. Πέντε χρόνια πριν άλλωστε είχε βγει στα σινεμά το «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», οπότε ο ανταγωνισμός για το τι συμβαίνει σε ζευγάρια με κρίση ήταν μεγάλος. Ο τρόπος όμως που ο Ντόνεν επιλέγει να δείξει αυτό το road trip είναι έξυπνος, στοχαστικός και ιδιαίτερα κινηματογραφικός. Χαζεύεις τις μανούβρες του ζευγαριού, όσο συναισθηματικά ελίσσονται και οι ίδιοι. Χαμογελάς με τα αυτοκίνητα που δεν παίρνουν μπρος, με τις μηχανές που παίρνουν φωτιά, με τις δύσκολες ανηφόρες που τα ερωτευμένα μπατιράκια αντιμετωπίζουν γελώντας και σπρώχνοντας. Ανησυχείς όσο μεγαλύτεροι, ευκατάστατοι και ψυχροί, γκρινιάζουν με το παραμικρό και δεν κοιτιούνται στα μάτια. Αναγνωρίζεις τον κίνδυνο στη χαρτογραφημένη πορεία, βλέπεις τις πινακίδες κινδύνου, τα stop signs και τα γκάζια που πατιούνται από εγωισμό.

Πέρα από τους αιχμηρούς (και για την εποχή τους αρκετά τολμηρούς) διαλόγους, πέρα από τις σαγηνευτικές διαδρομές στη Νότια Γαλλία, πέρα από το ίδιο το θέμα που δε θα παύει ποτέ να μας απασχολεί στη ζωή και στο σινεμά, το πραγματικό αξιοθέατο αυτής της κινηματογραφικής διαδρομής είναι τα δύο άτομα που κρατούν εναλλάξ το τιμόνι. Η Οντρεϊ Χέμπορν υπέροχη, κλασάτη, αστεία, βουβά πληγωμένη, βιτριολικά επιθετική. Ο Αλμπερτ Φίνεϊ με αυτή την ερωτεύσιμη νεανική αυθάδεια, το ανυποχώρητο πείσμα, τον πληγωμένο ισοπεδωτικό ανδρικό εγωισμό. Η χημεία τους, οι κουβέντες τους, ο τρόπος που το σμιλευμένο κεφάλι της κουμπώνει ακριβώς πάνω στον ώμο του. Τα ερωτευμένα βλέμματα που τις ρίχνει αυτός όταν δεν τον κοιτάει.

Μερικές ταινίες τις βλέπεις ξανά και ξανά. Σαν αγαπημένες διαδρομές με το αυτοκίνητο που επιτρέπουν στο βλέμμα να τρέχει σε οικεία τοπία, τον αέρα από το παράθυρο να ανεμίζει τα μαλλιά σου και την καρδιά να ξελαφρώνει. Δε χρειάζονται πολλά: με το που πέφτουν οι καταπληκτικοί τίτλοι αρχής του Μόρις Μπάιντερ και ακούγεται η ζεστή σαν κουβερτούλα μουσική του Χένρι Μαντσίνι έχεις ήδη βρεθεί στην παραλιακή, χωρίς κίνηση, με τα φανάρια ανοιχτά και δεξιά το φεγγάρι.