Προ διετίας, στην αφόρητα ηθικοπλαστική κωμωδία «Ο Μπαμπάς Γύρισε», ο φιλήσυχος, λιγόψυχος, ανασφαλής Μπραντ πάλευε να κερδίσει την αγάπη των ανήλικων θετών του παιδιών ανταγωνιζόμενος τον άρτι αφιχθέντα βιολογικό τους πατέρα, τον τραχύ, παρορμητικό, σούπερ κουλ μηχανόβιο Ντάστι.

Τούτο το ακόμα διδακτικότερο σίκουελ, το αναμενόμενο μετά τα 240 εκατομμύρια δολάρια που εισέπραξε το σουξέ του 2015 παγκοσμίως, βρίσκει τους δυο μπαμπάδες σύμμαχους στην ανατροφή των παιδιών. Εκείνοι που «γυρίζουν» εδώ είναι οι παππούδες, οι πατέρες των Μπραντ και Ντάστι, για μια χριστουγεννιάτικη εκδρομή με την εκτενή πλέον φαμίλια. Όμως ενώ ο Τζόνα, ο μπαμπάς του Μπραντ, είναι ένας teddy bear διαχυτικός και πονόψυχος, εκείνος του Ντάστι, ο νταής και γυναικάς Κερτ, δεν έχει κόψει τα χούγια που τον κρατούν εδώ και χρόνια μακριά από τον γιο του.

Μεταθέτοντας τη μονομαχία για την εύνοια των παιδιών στα πρόσωπα των παππούδων χωρίς να εξαλείφουν την κόντρα των μπαμπάδων, οι συντελεστές πίστεψαν προφανώς πως θα διπλασιάσουν και τα γέλια. Άντε να γελάσεις όμως με τα ξαναζεσταμένα γκαγκς μιας φάρσας που ξεπατικώνει όχι μόνο τον εαυτό της (την πρώτη ταινία), αλλά και πασίγνωστες συνταγές. Τα πάντα εδώ, από τις αδέξιες συναντήσεις και τις αμήχανες καταστάσεις μέχρι τα λεκτικά αστειάκια και τα σλάπστικ σκουντουφλήματα, θυμίζουν μια αρπακολατζίδικη σαλάτα με υλικά από τα «Πεθερικά της Συμφοράς» και τα «Χριστούγεννα του Τρελού Θηριοτροφείου».

Κρίμα γιατί, ακόμα και μέσα στις αυστηρότατες εμπορικές προδιαγραφές, το παλιό κόνσεπτ της υποχρεωτικής συνύπαρξης διαμετρικά αντίθετων χαρακτήρων θα μπορούσε να δώσει μια υποτυπώδη έστω ξενάγηση στον ανδρικό ψυχισμό σε ότι αφορά τον ευνουχισμό (ή την πληρότητα) που συνεπάγεται η οικογενειακή ζωή, όπως συνέβαινε, για παράδειγμα, με τις περισσότερες κομεντί των Τζακ Λέμον-Γουόλτερ Ματάου στα χρόνια του ’60.

Αντ’ αυτού, σε τούτο τον «Μπαμπά» όλα κυλούν σαχλά κι ανώδυνα, με αποκορύφωμα το κραυγαλέα πολιτικά ορθό φινάλε στο αποκλεισμένο από τη χιονοθύελλα επαρχιακό πολυσινεμά, όπου άπαντες, γνωστοί κι άγνωστοι, μικροί και μεγάλοι, μπαμπάδες και νταντάδες, συμφιλιώνονται γλυκά και χαριεντίζονται τραγουδιστά, και κανένας δεν παίρνει τον δικό του δρόμο, παρά όλοι παίρνουν τον έναν και ίδιο που οδηγεί στην μακάρια, αμερικανικού τύπου επανάπαυση.