Ο Μάριο Καβαλάρο έγινε μόλις 50 ετών. Η ζωή του είναι μοιρασμένη ανάμεσα στο μαγαζί με κάλτσες που έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του και σε έναν κήπο με λαχανικά που διατηρεί στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Οταν ένας Σενεγαλέζος θα διαταράξει την τακτοποιημένη του ζωή, θα αποφασίσει να κάνει ένα ταξίδι που θα του αλλάξει όλα όσα πίστευε για τους «ξένους», την «ανοχή» και την πραγματική σημασία του να είσαι άνθρωπος.

Το τελευταίο διάστημα έχουμε δει αρκετές ευρωπαϊκές κωμωδίες που με... χιούμορ προσπαθούν να ανατρέψουν τα όποια στερεότυπα και τις αντιλήψεις που έχουν, κυρίως οι μεσογειακοί λαοί, για τους μετανάστες και για οτιδήποτε ξένο γενικά, φέρνοντας κοντά ανθρώπους από διάφορες τάξεις και φυλές μέσω, πολλές φορές αστείων, καταστάσεων. Αρκετές όμως από αυτές, κι ενώ έχουν ξεκινούν με τις καλύτερες προθέσεις και με φρέσκιες και «προοδευτικές» ιδέες, χάνουν γρήγορα το δρόμο τους και καταντούν παρωδίες - φάρσες, πέφτοντας με τα μούτρα πάνω σε κάτι που μοιάζει να είναι, το λιγότερο, αφελές.

Μια τέτοια ταινία είναι και η ιταλική κωμωδία «Χάσαμε το Δρόμο… Στοπ!» με τον Αντόνιο Αλμπανέζε (τον… Ντάνι Μπουν της Ιταλίας), να πρωταγωνιστεί, να γράφει το σενάριο και να σκηνοθετεί. σε μια προσπάθεια να ασχοληθεί με τις πολιτισμικές διαφορές δυο αντίθετων κόσμων και να μας δείξει πως, στην τελική, παρόλες τις αντιθέσεις που μπορεί να έχουμε, οι ομοιότητές μας είναι αυτές που μας ενώνουν ακόμα πιο πολύ.

Η ταινία, αν και δεν πέφτει ποτέ στα επίπεδα της φαρσοκωμωδίας, ντύνεται κάτω από ένα πέπλο ευγενούς μελαγχολίας, που όμως δεν φαίνεται ποτέ να ωθεί τους χαρακτήρες της σε κάτι το διαφορετικό. Χωρίς καμία απολύτως έκπληξη, ο Αλμπανέζε σκηνοθετεί μια ταινία όσο πιο πολιτικά ορθά μπορεί, και όλα αυτά κάτω από την μάσκα ενός αρκετά φιλικού προς το κοινό road movie το οποίο, ακολουθεί με ακρίβεια gps, ένα αρκετά προβλέψιμο σενάριο. Η σάτιρα δεν καταφέρνει να αποκτήσει πραγματική πυγμή, μέχρι που στο τέλος μετατρέπεται σε μια ρητορική γελοιογραφία.

Ακόμα και όταν καταφεύγει στους γεμάτους κλισέ και καρικατούρες χαρακτήρες του για να αναφερθεί στα περί «αμοιβαίας κατανόησης», τους κάνει να δείχνουν αρκετά αδιάφοροι και αντιπαθείς – ο Ιταλός που μισεί την όποια αλλαγή στη ζωή του, οι μετανάστες που τον εκμεταλλεύονται για να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους – κάτι που δεν βοηθάει στο να μεταφέρει τα μηνύματά και να επικοινωνήσει με το κοινό της με τον τρόπο που είχε σκοπό από την αρχή.

Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία κομμένη και ραμμένη για τον μέσο θεατή του «εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…» που προσπαθεί να νιώσει καλύτερα με τον εαυτό του βλέποντας τη, παρά να τους τρίξει τα δόντια σατιρίζοντας ταυτόχρονα την τωρινή καθημερινότητα