Οταν ένας επιτυχημένος διαφημιστής στην Νέα Υόρκη βιώνει μια βαθιά, προσωπική τραγωδία αποσύρεται από την καθημερινή του ζωή. Την ώρα που οι συνάδελφοι και φίλοι του προσπαθούν να τον πλησιάσουν, ο ίδιος αναζητεί απαντήσεις στο σύμπαν, γράφοντας γράμματα στην Αγάπη, τον Χρόνο και τον Θάνατο. Αλλά, μόνο όταν οι σκέψεις του φέρουν απροσδόκητες για τον ίδιο απαντήσεις, θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται πως αυτές οι σταθερές συνδέονται στις ζωές όλων, και πως ακόμη και η πιο βαθιά απώλεια, μπορεί να αποκαλύψει στιγμές με νόημα και ομορφιά.

Πριν αναρωτηθείς ποιος ακριβώς ήταν αυτός που είπε «γιατί όχι;» στο ανεκδιήγητο σενάριο που υπογράφει χωρίς ντροπή o Αλαν Λόεμπ της φήμης του «21» και του «Wall Street: Money Never Sleeps», ας βρούμε λίγο χρόνο να μιλήσουμε επιτέλους για τον Γουιλ Σμιθ και την εμμονή του ότι θα μπορούσε να είναι ο ιδανικός ήρωας ενός σύγχρονου Φρανκ Κάπρα, ενώ κάτι τέτοιο είναι μαθηματικώς αδύνατον κυρίως λόγω... ανοησίας.

Ακόμη κι αν θες να τα έχεις ξεχάσει, σε όλη τη διάρκεια της «Κρυφής Ομορφιάς» παίζεις στοιχήματα με τον εαυτό σου αν το φιλμ του Ντέιβιντ Φράνκελ (βλ. και «Ο Διάβολος Φορούσε Prada) είναι χειρότερο ή καλύτερο από το απαύγασμα της καριέρας του Γουιλ Σμιθ που δεν είναι ένα αλλά δύο και ακούνε στους τίτλους «The Pursuit of Happyness» και «Seven Pounds».

Φήμες θέλουν κάποιους να σου ψιθυρίζουν στο αυτί πως το «Seven Pounds» ήταν καλύτερη ταινία από το «Κρυφή Ομορφιά» και κάπου εκεί σταματάς πια να στοιχηματίζεις (για να μην χάσεις περιουσίες), διώχνεις από το μυαλό σου κάθε σκέψη που σε οδηγούσε νομοτελειακά στην έκφραση «Collateral Damage» (αφού ο αγγλικός τίτλος είναι «Collateral Beauty») και στην ταινία που έπαιζε ο Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ (άσχετο) και επανέρχεσαι στην τάξη μόλις αρχίζει να μιλάει (και κυρίως να γελάει) η Κίρα Νάιτλι.

Υπό συνθήκες, θα έπαιζε και κάποια συγκίνηση στην εκδοχή ενός μελοδράματος που θέλει να αποδείξει πως ακόμη και στη σκλήρή εποχή του καπιταλισμού κάπου, κάπως, κάποτε κρύβεται μια στάλα ανθρωπιάς, αγάπης και εξιλέωσης. Και, εννοείται πάλι, υπό συνθήκες, θα έπαιζε και πολύ κλάμα στην εκδοχή μιας παραβολής που θα ήθελε το Χρόνο, το Θάνατο και την Αγάπη να περπατάνε στους γιορτινούς δρόμους της Νέας Υόρκης μιλώντας για το νόημα της ζωής (και που να το βρεις, αν νιώθεις ότι το έχεις χάσει).

Σε μια διαρκή αίσθηση πως όλοι (από την πάντα υπέροχη – αλλά εδώ τραγικά εκτός τόπου και χρόνου - Κέιτ Γουίνσλετ μέχρι την – ποιος την έπεισε να παίξει εδώ - Ελεν Μίρεν και τον – σαν να τρέχει κάτι πολύ κακό στη ζωή του - Εντουαρντ Νόρτον) είναι θύματα ενός λάθος κάστινγκ και πως οι μόνοι που θα σωθούν είναι η τόσο κακή που δεν αντέχεις Κίρα Νάιτλι και ο τόσο καλός που θες να τον αγκαλιάσεις και να του πεις ότι δεν του αξίζει τέτοια ταινία Μάικλ Πένια, η «Κρυφή Ομορφιά» θα ήθελε να είναι η τύπου «Μια Υπέροχη Ζωή» των 2010s και μαζί το ensemble film που θα έπειθε τον κόσμο να σηκωθεί από τον καναπέ του και να γεμίσει τα σινεμά.

Ποια θα είναι όμως η απάντηση όταν μετά το βασανιστικό (και δεν έρχεται ποτέ) τέλος της «Κρυφής Ομορφιάς», νιώθεις πως όλα τα ερωτηματικά που έχουν σχηματιστεί πάνω από το κεφαλι σου θα μείνουν εκεί όσο κάποιοι θεωρούν πως μια ταινία τόσο σχηματική, τόσο εύκολη, τόσο φτηνά εκβιαστική και τόσο συντηρητικά correct μπορεί να είναι ένα όχημα για ένα κατά τα άλλα υπέροχο καστ που είναι ολοφάνερο πως έχει ήδη ξεχάσει πως κάποια στιγμή δέχθηκε να παίξει σε μια ακόμη ταινία όπου ο Γουιλ Σμιθ (ένας σπουδαίος ηθοποιός όταν θέλει και όταν μπορεί) πιστεύει πως μπορεί να ενσαρκώσει τον Τζέιμς Στίουαρτ της ψηφιακής εποχής.

Ξεχνώντας πως ανάμεσα σε κάτι που μοιάζει με αρπαχτή ή ακόμη και χειρότερα με κάτι που κάποιοι έχουν πάρει κυριολεκτικά στα σοβαρά, υπάρχει μια άβυσσος που όταν πέσεις μέσα ο μόνος τρόπος για να σωθείς είναι να συνειδητοποιήσεις πως χρειάζεσαι σωτηρία. Πράγμα που θα εξυπηρετούσε και το χαρακτήρα του Γουιλ Σμιθ στην ταινία εν προκειμένω, γλιτώνοντας όλους μας από πολύ κόπο και ακόμη περισσότερο πόνο.